Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Η Λοκρίς κατά τα μέσα του 19ου αιώνα

Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης «Η Φθιώτις κατά τα μέσα του 19ου αιώνα» παρουσιάζεται εδώ από το τρίτομο έργο του Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή (1779-1855) «Τα Ελληνικά» το κείμενο, το οποίο αφορά περιγραφή της Επαρχίας Λοκρίδος:

---«ΛΟΚΡΊΣ, επαρχία διαιρουμένη εις δύο μέρη· το μεν εξ αυτών ωκείτο υπό των απέναντι της Ευβοίας Λοκρών, οί και ούτοι πάλιν διηρούντο εις δύο: εις τους προς ανατολάς του Δαφνούντος και από της πρωτευούσης πόλεως αυτών Οπούντος καλουμένους Οπουντίους, και εις τους προς δυσμάς του Δαφνούντος, τους από του όρους Κνημίδος ένθα είχον τας κατοικίας αυτών καλουμένους Επικνημιδίους· εν δε τω ετέρω των δύο μερών ώκουν οι Λοκροί οι λεγόμενοι Εσπέριοι ή Οζόλαι· διεχώριζε δε αυτούς από των Οπουντίων και των Επικνημιδίων Λοκρών ο μεταξύ ιδρυμένος Παρνασσός και η Δωρική Τετράπολις (Στράβ. β.9, σ.425)· εκτός δε των ειρημένων Λοκρών της Ελλάδος ήσαν και οι Λοκροί της Ιταλίας (Παυσ. Ηλ. κ.6), οίτινες όντες ανέκαθεν δούλοι των Οζολών Λοκρών, καθ’ όν καιρόν οι δεσπόται αυτών εξεστράτευσαν εις πόλεμον, εμίγησαν μετά των δεσποινών αυτών· επανελθόντων δε των δεσποτών, διά τον φόβον της τιμωρίας συναπήλθον μετά των συνενόχων δεσποινών εις Τυρρηνίαν της Ιταλίας, και ώκησαν παρά το Ζεφύριον ακρωτήριον, διό και ωνομάσθησαν Λοκροί Επιζεφύριοι (Αριστοτέλ. παρά Πολυβ. β.12 – Διονυσ. Περιηγ. σ.364 κ.ξ. – Ευσταθ. σχολ. αυτ.)· απωκίσθησαν δε ούτοι υπό του Ευάνθους μικρόν μετά την της Κρότωνος και των Συρακουσών κτίσιν (Στράβ. β.6, σ.259).
Εκ των προειρημένων Λοκρών της Ελλάδος γνωρίζονται κατά πρώτον οι Επικνημίδιοι οίτινες ανέκαθεν εκαλούντο Λέλεγες, ύστερον δε εβασιλεύθησαν και εξελληνίσθησαν υπό Αμφικτύωνος υιού του Δευκαλίωνος και αδελφού του Έλληνος˙ μετά τον Αμφικτύωνα εβασίλευσεν επ’ αυτών ο Αιτωλός, και μετά τον Αιτωλόν ο Φίκος και μετ’ αυτόν ο υιός αυτού Λοκρός, ός αντί Λελέγων ωνόμασεν αυτούς Λοκρούς αφ’ εαυτού (Σκύμν. Χίος στ.586-590).
–Οι δε Οπούντιοι ωνομάσθησαν ούτω από της πρωτευούσης αυτών πόλεως Οπούντος και ήρχεν επ’ αυτών Αίας ο Οϊλέως (Στράβ. β.9. σ.425), ως ο Όμηρος εν τω καταλόγω μνημονεύων των Λοκρών των μετασχόντων του επί Τροία πολέμου, λέγει=
Λοκρών δ’ ηγεμόνευεν Οϊλήος ταχύς Αίας
…………………………………………….
…………………………………………….
…………………………………………….
Οι Κύνον τ’ ενέμοντ’, Οπόεντά τι Καλλίαρόν τε,
Βήσάν τε Σκάρφην τε και Αυγειάς ερατεινάς,
Τάρφην τε Θρόνιόν τε, Βοαγρίου αμφί ρέεθρα.
Τώ δ’ άμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νήες έποντο
Λοκρών, οι ναίουσι πέρην ιερής Ευβοίας (Ομ. Ιλ. Β. στ.527-535).
Εκ των ανωτέρω επών καθίστασται δήλον ότι ο Οϊλεύς κατ’ εκείνην την εποχήν ήρχεν εισέτι επί των Επικνημιδίων ως και επί των Οπουντίων Λοκρών˙ ο δε πατήρ του Πατρόκλου Μενοίτιος, ός ήν υιός του Άκτορος και έγγονος του Δηΐονος βασιλέως της Φωκίδος, φαίνεται ότι ηγεμόνευε των Οπουντίων Λοκρών υπό τον Αίαντα. Οι δε Εσπέριοι ή Οζόλαι Λοκροί ουδόλως μνημονεύονται υπό του Ομήρου μετά των άλλων Λοκρών εν τω καταλόγω˙ ωνομάσθησαν δε Οζόλαι από της σηπεδόνος των υπό την ρίζαν του Ταφιάσσου λόφου τεθαμμένων πτωμάτων του Νέσσου και των άλλων Κενταύρων, και από του εκείθεν προχεομένου δυσεώδους και θρομβοφόρου ύδατος˙ ήσαν δε οι Οζόλαι άποικοι των Επικνημιδίων, ως και των Οζολών οι Επιζεφύριοι ((Στράβ. β.9. σ.427)˙ μετά τον Αίαντα, ός απώλετο κατά την εκ της Τρωάδος επάνοδον, ουδείς φαίνεται έτι βασιλεύς της Λοκρίδος˙
–Κατά τον Περσικόν πόλεμον οι μεν Επικνημίδιοι Λοκροί έδωκαν τοις Πέρσες γήν και ύδωρ ως σημείον υποταγής (Ηρόδ. β.7, κ.132), αλλ’ οι Οπούντιοι εκ τουναντίου επολέμησαν μετά των λοιπών Ελλήνων κατά τα στενά των Θερμοπυλών (Ηρόδ. β.7, κ.203 – Διόδ. Σικ. β.11, κ.4), ως και κατά το Αρτεμήσιον (Ηρόδ. β.8, κ.1)˙ οι δε Οζόλαι σκεπόμενοι υπό των κλάδων του Παρνασσού, εχορήγησαν άσυλον ασφαλές απ’ ένανντίας των Περσών τοις εις την χώραν αυτών καταφυγούσι Φωκεύσι (Ηρόδ. β.8, κ.32)˙ και κατά τον πόλεμον έτι των Γαλατών, καθ’ όν ούτοι εβουλεύθησαν να συλήσωσι τον ναόν των Δελφών, οι Οπούντιοι έπεμψαν 700 ανθρώπους υπό τον Μειδίαν προς φύλαξιν των Θερμοπυλών (Παυσ. Φωκ. κ.20)˙ οι δε Επικνημίδιοι ούς ο Παυσανίας Λοκρούς υπό τω όρει τη Κνημίδι ονομάζει, μετέσχον μόνοι εκ πάντων των Λοκρών της Αμφικτυονικής συνόδου (Παυσ. Φωκ. κ.8). Εκ τούτων πάντων αριδήλως φαίνεται ότι μεταξύ των διαφόρων γενών της Λοκρίδος ουδέποτε υπήρξε γενική συνένωσις, ως και ο Τιτμάνν ευστόχως παρατηρεί (Τιτμάνν περί Κυβερνήσεων, σ.711).
–Επί του Σκύλακος φαίνεται ότι οι Επικνημίδιοι Λοκροί υπέκειντο τη Φωκίδι και ήσαν συμμεμιγμένοι αυτή, διότι καταριθμεί ως πόλεις Φωκικάς τας των Επικνημιδίων, ως την Κνημίδα, το Θρόνιον, κτλ (Σκύλ. Παραπλ. Λοκροί, Φωκείς).


ΛΟΚΡΟΙ ΟΠΟΥΝΤΙΟΙ.

Η χώρα των Οπουντίων Λοκρών ωρίζετο κατ’ ανατολάς υπό της Βοιωτίας και εξετείνετο το πάλαι μέχρι της Λαρύμνης παρά τας εκβολάς του Κηφισσού· αλλ’ έπειτα της πόλεως ταύτης μεταταχθείσης εκουσίως εις την Βοιωτίαν (Παυσ. Βοιωτ. κ.23), περιωρίσθη μέχρι των Αλών και του ποταμού Πλατανίου (Παυσ. Βοιωτ. κ.24), κατ’ άρκτον υπό της Ευβοϊκής θαλάσσης της νύν Οπούντιον λεγόμενον κόλπον, ός περιέχει εν αυτώ την νήσον Αταλάντην και κείται αμέσως πρό του Μαλιακού κόλπου, κατά το βορ-δυτικόν υπό του το πάλαι Φωκικού, ύστερον δε Λοκρικού λιμένος Δαφνούντος, και υπό των Επικνημιδίων, και κατά μεσημβρίαν υπό των Βοιωτικών ορίων Ηδυλίου και Υφανταίου και του Φωκικού όρους Ακοντίου. Ολόκληρος ο μικρός ούτος τόπος σύγκειται εκ των κατωφερειών των ειρημένων ορέων· η προς την Φωκίδα πάροδος διέρχεται επάνωθεν των ορέων των μεταξύ Οπούντος και Υαμπόλεως (Παυσ. Φωκ. κ.1).
–Μόνον μικροί τινες ποταμίσκοι ή ρύακες καταπίπτουσιν εκ των ορέων τούτων εις την θάλασσαν, και μόνον μία κρήνη η Αιανίς (Στράβ. β.9, σ. 425) μνημονεύεται εν τη χώρα των Οπουντίων.
–Πεδιάδα μίαν μόνην αναφέρει ο Στράβων και ονομάζει αυτήν Πεδίον εύδαιμον μεταξύ Οπούντος και Κύνου, απέναντι της εν Ευβοία Αιδηψού (Στράβ. β.9, σ. 425).
–Πόλεις των Οπουντίων ήσαν Οπούς, Κύνος, Αρύκας, Αλόπη, Δαφνούς, Αλγωνός.
  
 ΠΟΛΕΙΣ.
ΟΠΟΥ΄Σ, πόλις απέχουσα όσον 35 σταδίους της θαλάσσης της κατά τον κόλπον τον απ’ αυτής ονομασθέντα Οπούντιον, και 60 σταδίους του επινείου αυτής Κύνου. Ο Οπούς ήν μητρόπολις και των Οπουντίων και των Επικνημιδίων Λοκρών, ως εκ του επιγράμματος του εν τη πρώτη των περί τάς Θερμοπύλας παρά το πολυάνδριον κειμένων πέντε στηλών φαίνεται=
Τους δε ποτε φθιμένους υπέρ Ελλάδος αντία Μήδων
Μητρόπολις Λοκρών κεύθει Οπουντία.
Ελέγετο ότι και εν Ηλεία ήσαν τινές Οπούντιοι κατ’ ουδέν έτερον άξιοι μνήμης, ειμή καθ’ όσον έλεγον εαυτούς συγγενείς των Οπουντίων τούτων της Λοκρίδος.
–Ο Πάτροκλος, ως μαρτυρείται υπό του Ομήρου, ήν εξ Οπούντος· φονεύσας δε εκουσίως τον Αιάνην, κατέφυγε παρά τώ Πηλεί· ο δε πατήρ αυτού Μενοίτιος παρέμεινεν εν τη πατρίδι, περιμένων όπως ο Αχιλλεύς εκπληρών την υπόσχεσιν, επαναγάγη πάλιν τον υιόν προς αυτόν, επανερχόμενος εκ του πολέμου· δεν εβασίλευσε δε ο Μενοίτιος, αλλ’ Αίας ο λεγόμενος Λοκρός επί των Οπουντίων (Στράβ. β.9, σ.425).
–Ο Οπούς έλαβε το όνομα από Οπούντος του Λοκρού και της Πρωτογενείας (Σχολ. Πινδ. Ολ. 9, 87)· ήν δε ο Οπούς ούτος Ηλείος, κατά την μαρτυρίαν του σχολιαστού του Απολλωνίου (Σχολ. Αππολ. Ροδ. 1.).
–Οπούς εκαλείτο προσέτι και τις βασιλεύς·των Ηλείων (Σχολ. Πινδ. Ολ. 9, 96), ού η θυγάτηρ ήν μήτηρ του Οπούντος της Λοκρίδος (Σχολ. Πινδ. Ολ. 9, 85).
–Η πόλις αύτη ονομάζετο υπό του Ομήρου Οπόεις (Ομ. Ιλ. Β, στ.531).
–Μεταξύ Οπούντος και Κύνου ήν το πεδίον το υπό του Στράβωνος καλούμενον εύδαιμον (Στράβ. β.9, σ.425).
–Υπεράνω της πόλεως ήν ποτέ φρούριον καλούμενον Οίον, ανατραπέν δε ολοκλήρως υπό σεισμού (Στράβ. β.1, σ.60).
–Εντός του Οπουντίου κόλπου, απέναντι της πόλεως, κείται νησίον Αταλάντη· τούτο ήν όλως έρημον και ακατοίκητον, έως ού οι Αθηναίοι, τώ πρώτω έτει του Πελοποννησιακού πολέμου, μετά την των Πελοποννησίων εξ Αττικής αποχώρησιν, έκτισαν φρούριον επ’ αυτού, φοβούμενοι μη λησταί εκπλέοντες εξ Οπούντος και της άλλης Λοκρίδος, κακουργώσι την Εύβοιαν (Θουκυδ.β. 2, κ.32)· τω δε έκτω έτει του ρηθέντος πολέμου η θάλασσα, η μετά σεισμούς κυματωθείσα, εκάλυψε μέρος των Οροβιών της Ευβοίας, κατέκλυσε και την Αταλάντην και μέρος του φρουρίου των Αθηναίων κατέσυρε, και εκ δύο νεών κειμένων επί της ηπείρου την μίαν κατέθραυσε (Θουκυδ. β.2, κ.89), και, κατά τον Στράβωνα, διαρραγείσα το μέσον, κατέστη διαπλευστή, και τινα των πεδίων κατεκλύσθησαν μέχρις είκοσι σταδίων και μία τριήρης εκσπασθείσα των νεωρίδων, έπεσεν υπεράνω του τείχους (Στράβ. β.1, σ.60,61).
–Ο Διόδωρος λανθάνεται λέγων ότι η Αταλάντη εκ της κατακλύσεως ταύτης εγένετο εκ χερσονήσου νήσος (Διόδ. Σικ. β.12 κ. 59)· η προειρημένη κατά το μέσον της νήσου διάρρρηξις προϋξένησεν, ως φαίνεται, την απάτην· ο Λίβιος γνωρίζει αυτήν την νήσον, και ο Πτολεμαίος εν τη περιγραφή της Ευβοίας ονομάζει αυτήν Αταλάντης νησίον· ουδείς δε αναφέρει πόλιν αυτής.
*Ο Δοδουέλλ εύρε τα ερείπια του Οπούντος και περιγράφων αυτά λέγει ότι τα τείχη των θεμελίων έχουσι μεγάλην περιφέρειαν, και ότι προς τούτοις ευρέθη εν Αταλάντη επιγραφή φέρουσα το όνομα της πόλεως Οπούντος.
–Η Αταλάντη ονομάζεται ούτω και ήδη· κοινώς δε λέγεται Ταλάντι ή Τάλαντα ή Ταλαντονήσι. Η Αταλάντη περιέχει περίπου 2,400 κατοίκους και έχει σχολείον Β΄ τάξεως και άλλο δημοτικόν Γ΄ τάξεως, και σταθμόν υγειονομικόν και εφορίαν οικονομικήν Β΄ τάξεως και ταμείον ωσαύτως Β΄ τάξεως, και υποτελωνείον, και δασονομείον, και ειρηνοδικείον.
ΚΥ΄ΝΟΣ, πόλισμα επί ακρωτηρίου τερματίζοντος τον Οπούντιον κόλπον, και λιμήν παρ’ αυτώ, επίνειον της πόλεως Οπούντος (Στράβ. β.9, σ.425 – Παυσ. Φωκ. κ.1)). Μεταξύ Κύνου και Οπούντος ήν πεδιάς λεγομένη υπό του Στράβωνος πεδίον εύδαιμον διά την ευφορίαν. Ο Κύνος έκειτο απέναντι της κατά την Εύβοιαν Αιδηψού και απείχε της Κνημίδος περίπου 50 σταδίους. Ο Δευκαλίων, ως έλεγον, ώκησεν εν Κύνω ένθα εδείκνυτο και σήμα της Πύρρας, το δε του Δευκαλίωνος ήν εν Αθήναις (Στράβ. β.9, σ.425).
–Του Κύνου μέμνηται και ο Όμηρος=
Οι Κύνον τ’ ενέμοντ’ Οπούντά τε, Καλλίαρόν τε (Ομ. Ιλ. Β, στ.531).
Ο Κύνος έλαβε το όνομα από Κύνου του Λοκρού (Σχολιαστ. Ομ.).
–Περί τον Κύνον ήν κρήνη Αιανίς καλουμένη. Ο υιός του Μενοιτίου και φίλος του Αχιλλέως Πάτροκλος φονεύσας ακουσίως Αιάνην τινά, κατέφυγε παρά τω Πηλεί· από του ονόματος του φονευθέντος τούτου ωνομάσθη η κρήνη αύτη Αιανίς και ήν αυτόθι και τέμενος Αιάνειον (Στράβ. β.9, σ.425).
*Παρά το χωρίδιον Λιβανίτιν εύρεν ο Γκίλλ τα ερείπια του Κύνου.
ΑΡΥ΄ΚΑΣ, πόλις μεταξύ Οπούντος και Κύνου, πατρίς Αίαντος του Λοκρού (Στράβ. β.9, σ.425)· ο Διόδωρος ονομάζει την πόλιν, ως και ο Στράβων, Αρύκαν (Διόδ. Σικ. β.14, κ.82 και β.16, κ.38), ο Πλίνιος λέγει αυτήν Ναρύκιον (Πλίν. β.4 κ.12), ο δε Στέφανος Νάρυκα (Στέφ. Βυζ. Νάρυξ) ·ούτω φαίνεται δε ότι ονομάζεται και υπό του Βιργιλίου, ός λέγει=
Έχουν κτισμένην εκεί και Λοκροί οι Ναρύκιοι πόλιν (Βιργιλ. Αιν. β.3. στ.399. Ίδε την εμήν μετάφρασιν).
*Η κυρία θέσις της πόλεως ταύτης αμφιβάλλεται· ο Γκίλλ εύρεν εν αποστάσει 24 λεπτών από της θέσεως του Κύνου προς δυσμάς, παρά το χωρίον Τορνίτσαν, ερείπια πόλεως αρχαίας και κρήνην, και ταύτα θεωρούνται μετά πιθανότητος ως τα του Αρύκα (Γκίλλ σ.238 – Δοδουέλλ 2, 60 – Κρούσ, Τ.3, κ.10, σ.119).
ΑΛΟ΄ΠΗ, πόλις παρά την θάλασσαν, προς δυσμάς του Κύνου και προς ανατολάς του Δαφνούντος, απέναντι της Ευβοίας (Στέφ. Βυζ. Αλόπη (προς Εύβοιαν)).
–Κατά το πρώτον έτος του Πελοποννησιακού πολέμου οι Αθηναίοι εξέπεμψαν 30 ναύς περί την Λοκρίδα, στρατηγούντος Θεοπόμπου του Κλεινίου, ός αποβιβάσας στρατεύματα, κατέσχε διαφόρους τόπους, και καταπολεμήσας ενίκησε και τους εις Αλόπην προς βοήθειαν ελθόντας Λοκρούς (Θουκυδ. β.2, κ.26).
–Αι τρείς ομώνυμοι πόλεις αι φέρουσαι το όνομα Αλόπη, αύτη των Οπουντίων Λοκρών, η των Επικνημιδίων και η της Φθιώτιδος (Στράβ. β.9, σ.427), έλαβον, ως φαίνεται, το όνομα από Αλόπης του Άκτορος, ού ο πατήρ Δηΐων εβασίλευσε της Φωκίδος· Μενοίτιος δε ο Άκτορος και Πάτροκλος ο Μενοιτίου, ο φίλος του Αχιλλέως ήσαν εξ Οπούντος κατά την μαρτυρίαν του Ομήρου και του αναφέροντος αυτόν Στράβωνος (Στράβ. β.9, σ.425).
*Ο Γκέλλ εύρεν εν αποστάσει όσον 2 ωρών από της θέσεως του Κύνου, επί τερπνού και δρομοσκεπούς μεμονωμένου λόφου ερείπια πόλεως, άπερ θεωρεί εξ εικασίας ως τα της Αλόπης (Γκέλλ σ.233-237).
ΔΑΦΝΟΥ΄Σ, πόλις η ούσα πρότερον της Φωκίδος και κειμένη παρά την Ευβοϊκήν θάλασσαν μεταξύ Αλόπης και Κνημίδων, έσχιζεν εφ’ εκάτερα την Λοκρίδα, ταττομένη μέσον του Οπουντίου κόλπου και της των Επικνημιδίων παραλίας· ύστερον δε η μέν πόλις κατεσκάφη, η δε χώρα εγένετο της Λοκρίδος (Στράβ. β.9. σ.416)· τεκμήριον δε ότι ο Δαφνούς ήν ποτέ πόλις της Φωκίδος είναι το Σχεδιείον ό, ως έλεγον, ήν τάφος Σχεδίου (Στράβ. β.9. σ.425) του Ιφίτου και βασιλέως της Φωκίδος, ός αφικόμενος επί κεφαλής των Φωκέων επί τον Τρωϊκόν πόλεμον (Παυσ. Φωκ. κ.30), εθανατώθη υπό του Έκτορος κατά την επί τω νεκρώ του Πατρόκλου μάχην (Παυσ. Φωκ. κ.4), τα δε οστά αυτού μετηνέχθησαν εκ της Τρωάδος γής οίκαδε (Παυσ. Φωκ. κ.36).
–Ο Στράβων ως εκ Δημητρίου του Καλατιανού διηγείται ότι εξ ενός των κατά πάσαν την Ελλάδα συμβάντων σεισμών εξήρθη τοσούτον η θάλασσα του Μαλιακού κόλπου, ώστε κατέκλυσε το πεδίον μέχρι του Φωκικού Δαφνούντος (Στράβ. β.1. σ.60).
–Ο Δαφνούς είχε λιμένα· απείχε δε του Κύνου όσον 90 στάδια Δ, της Ελατείας 120 Β και των Κνημίδων 20 διά θαλάσσης (Στράβ. β.9. σ.426) Ν.Α..
*Ο Γκέλλ εύρε τα ερείπια του Δαφνούντος απέχοντα 2 ώρας των της Αλόπης, και ως 4 ώρ. των του Κύνου (Γκέλλ σ.234).
ΛΑΓΩΝΟ΄Ν, πόλισμα παραθαλάσσιον κατά τα μεθόρια της Βοιωτίας· είχε λιμένα και πύργον επ’ αυτού. Αγομένης ποτέ κατά τα πέριξ της εορτής της Θεσμοφόρου Δήμητρος, της λεγομένης Θεσμοφόρια, εικοσιπέντε παρθένοι ανέβησαν επί του πύργου προς θέαν των κατά τον λιμένα πραττομένων· συμβάντος δ’ αιφνιδίως σεισμού, κατέπεσεν ο πύργος και αι παρθένοι μετ’ αυτού εις την θάλασσαν (Στράβ. β.1. σ.60).
* Ο Γκέλλ εύρεν επί τερπνής πεδιάδος μικρόν απεχούσης της θαλάσσης, παρά το χωρίον Προσκυνά τα ερείπια του Αλγωνού (Γκέλλ σ.228).


  ΛΟΚΡΟΙ ΕΠΙΚΝΗΜΙΔΙΟΙ.

Οι Επικνημίδιοι ούτοι Λοκροί οι και Υποκνημίδιοι υπό του Παυσανίου λεγόμενοι (Παυσ. Φωκ. κ.1) ώκουν, ως και εκ του ονόματος δηλούται κατά το όρος την Κνημίδα (Στράβ. β.9. σ.425 – Ευστάθ. εις Διονύσ. Περιηγ.)· ώστε η μικρά αύτη χώρα ήν ορεινή, και ωρίζετο κατ’ ανατολάς υπό των Οπουντίων Λοκρών, κατά δυσμάς υπό των Οιταίων και των Μαλιέων, κατ’ άρκτον υπό του Μαλιακού κόλπου, και κατά μεσημβρίαν υπό της Δρυοπίδος και της Φωκίδος. Όρη των Επικνημιδίων ήσαν Κνημίς και Καλλίδρομον. Ποταμοί είς μόνος Βοάγριος και τινες ποταμίσκοι και ρύακες. Πόλεις Κνημίδες, Θρόνιον, Σκάρφεια, Νίκαια, Αλπηνοί, Βήσσα, Καλλίαρος, Τάρφη, Αυγεία.
  
 ΟΡΗ.
ΚΝΗΜΙ΄Σ· το όρος τούτο εκτεινόμενον από της Οίτης προς το νοτιοανατολικόν ου πόρρω της παραλίας μέχρι των ορίων της Βοιωτίας, συνέχεται αφ’ ενός μέρους μετά της Οίτης και αφ’ ετέρου μετά του Ακοντίου. Οι επ’ αυτού και περί αυτό ή οι υπ’ αυτό οικούντες εκαλούντο ως εξ αυτού Επικνημίδιοι ή Υποκνημίδιοι, και υπό την ονομασίαν ταύτην περιελαμβάνοντο πάντες οι κάτοικοι της βορ-δυτικής παραλίας της Λοκρίδος και ομορούντες τοίς Οιταίοις και τοις Μαλιεύσιν (Στράβ. β.9. σ.426 – Ηρόδοτ. β.7, κ.176 – αυτ. κ.225).
ΚΑΛΛΙ΄ΔΡΟΜΟΝ· η προς ανατολάς σειρά της Οίτης επί των μεθορίων των Επικνημιδίων Λοκρών και της Θεσσαλίας, κατά νότον των Θερμοπυλών ών υπέρκειται. Το προς άρκτον μέρος του Καλλιδρόμου, το μάλλον προς τάς Θερμοπύλας εκαλείτο Φρίκιον, ως και εκ του Στράβωνος δηλούται=
Εκ του Φρικίου του υπέρ Θερμοπυλών Λοκρικού όρους (Στράβ. β.13. σ.621).
Τινές ωνόμαζον Καλλίδρομον και το λοιπόν της Οίτης, το διά της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας διήκον μέχρι του Αμβρακικού κόλπου (Στράβ. β.9. σ.419), αλλά κυρίως Καλλίδρομον ελέγετο το υπέρ τας Θερμοπύλας, όπερ είναι και το υψηλότατον μέρος της Οίτης, διότι κορυφούται ενταύθα και τελευτά προς οξείς και αποτόμους κρημνούς μέχρι της θαλάσσης· ολίγον δε πάροδον απολείπει τοίς από της παραλίας εμβάλλουσιν εις τους Λοκρούς εκ Θεσσαλίας· εκάλουν δε την πάροδον ταύτην Πύλας και στενά και Θερμοπύλας, και πλησίον της παρόδου ήσαν ύδατα θερμά τιμώμενα ως ιερά του Ηρακλέους· τα ύδατα ταύτα ωνόμαζον οι εγχώριοι χύτρους και παρ’ αυτοίς ήν βωμός Ηρακλέους· και τείχος δε ήν ποτε ενταύθα και πύλαι, και το τείχος τούτο, ό έκτισαν οι Φωκείς φυλαττόμενοι από των Θεσσαλών καθίστα το μεταξύ Λοκρίδος και Θεσσαλίας όριον. Ήν δε και φρούριον των Λοκρών παρά τάς Θερμοπύλας εντός των στενών επί της θαλάσσης, Νίκαια καλούμενον (Στράβ. β.9, σ.428). Ο Αισχίνης αναφέρει την Νίκαιαν, λέγων ότι «ο Αλπηνός, το Θρόνιον και η Νίκαια ήσαν τα των παρόδων των εις Πύλας χωρία κύρια» (Αισχίν. π. παραπρ.)· ο δε Δημοσθένης ομιλών περί του Φιλίππου, εκφράζεται ούτως· «Υποπτεύεται υπό Θηβαίων, Νίκαιαν μεν φρουρά κατέχων, εις δε την Αμφικτυονικήν εισδεδυκώς» (Δημοσθ. προς Φιλίππου επιστολήν §2). Κατά τον Λίβιον η Νίκαια έκειτο παρά την θάλασσαν, σχεδόν απέναντι του Ωρεού της Ευβοίας (Λίβ. 18, 5)· και αλλαχού ευκρινέστερον αποφαίνεται ο αυτός ότι έκειτο παρά τον Μαλιακόν κόλπον (Λίβ. 32, 32), και ότι ενταύθα κατά την παραλίαν εγένετο η πρώτη μεταξύ του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου και του Τ. Κουϊνκτίου Φλαμινίου περί διαλλαγής συνέντευξις (Λίβ. 32, 35). Εκ τούτων πάντων εξάγεται ότι η Νίκαια έκειτο προς δυσμάς της Σκαρφείας, προς ανατολάς των Θερμοπυλών, ου πόρρω του λιμένος, και κατά τινα πάροδον διά μέσου των προς την Φωκίδα ορέων.
–Αι Θερμοπύλαι περιωρίζοντο αφ’ ενός μέρους υπό της θαλάσσης και υπό βαθέων ελών και ραχιών, και αφετέρου υπό των κατωφερών κορυφών των ορέων Τιχίου και Καλλιδρόμου (Αππιαν. Συρ. σ.97 εκδ. Ερρ. Στεφ.)· το δε στενώτατον της παρόδου ταύτης ήν κατά δύο μέρη, όπισθεν μεν των Θερμοπυλών κατά την πόλιν Αλπηνόν ή Αλπηνούς ένθα η οδός ήν δεκτική μιάς μόνον αμάξης το πλάτος, έμπροσθεν δε κατά τον Φοίνικα ποταμόν παρά την πόλιν Ανθήλην ένθα μία μόνη οδός ήν χειροποίητος, και αύτη διά μίαν και μόνην άμαξαν (Ηρόδοτ. β.7, κ.175, 200). Απείχε δε ούτος ο της Τραχινίας χώρας ποταμός 15 στάδια των Θερμοπυλών (Ηρόδοτ. β.7, κ.200).
–Αι Θερμοπύλαι εγένοντο περιβόητοι διά τον μέγαν ηρωϊσμόν του περικλεούς βασιλέως της Σπάρτης Λεωνίδου, ός έχων μεθ’ εαυτού τριακοσίους μόνον Σπαρτιάτας και τινάς συμμάχους, τουτέστι πεντακοσίους Μαντινείς, πεντακοσίους Τεγεάτας, εκατόν είκοσι Ορχομενίους, χιλίους εκ της λοιπής Αρκαδίας, τετρακοσίους Κορινθίους, διακοσίους Φλιασίους, ογδοήκοντα μυκηναίους, επτακοσίους Θεσπιείς, τετρακοσίους Θηβαίους, το όλον τέσσαρας χιλιάδας διακοσίους οπλίτας, απεφάσισε γενναίως και αντετάχθη ενταύθα (Ηρόδοτ. β.7, κ.202) καθ’ ενός εκατομμυρίου και οκτακοσίων χιλιάδων Περσών (Ηρόδοτ. β.7, κ.184). Ο Ξέρξης ηπίστει εις την απόφασιν ταύτην καί τοι βεβαιουμένην αυτώ υπό του ευρισκομένου εν τω στρατοπέδω αυτού βασιλέως της Σπάρτης Δημαράτου (Ηρόδοτ. β.7, κ.209)· ο δε Λεωνίδας τους μεν άλλους των συμμάχων απέπεμψε πρίν της ενάρξεως της μάχης, έμειναν δε παρ’ αυτώ μέχρι τέλους οι τριακόσιοι Σπαρτιάται, οι Θεσπιείς και οι Θηβαίοι (Ηρόδοτ. β.7, κ.222), περιμένοντες βέβαιον και αναπόφευκτον θάνατον, έως ου οι Πέρσαι υπό τον στρατηγόν αυτών Υδάρνην, οδηγηθέντες υπό τινος Μηλιέως Εφιάλτου του Ευρυδήμου, περιήλθον τα όρη δι’ ατραπού ή εκαλείτο Ανόπαια, και αρχομένη από του Ασωπού και διευθυνομένη προς ράχιν όρους, ετελεύτα εις την Λοκρικήν πόλιν Αλπηνόν, κατά την λεγομένην Μελάμπυγα πέτραν και κατά τάς Κερκώπων έδρας (Οι Κέρκωπες ήσαν λησταί λυμαινόμενοι τα στενά και τροπωθέντες υπό του Ηρακλέους) ένθα ήν και το στενώτατον αυτής, και φανέντες αίφνης εις Θερμοπύλας, μετά μεγάλην φθοράν του στρατεύματος αυτών, εξωλόθρευσαν (Ηρόδοτ. β.7, κ.216-225) και κατέκοψαν πάντας οι βάρβαροι· και εσώζετο έτι επί Στράβωνος το πολυάνδριον των ηρώων εκείνων και στήλαι και η θρυλλουμένη επιγραφή της στήλης των Λακεδαιμονίων έχουσα ούτως=
Ώ ξέν’ απάγγειλον Λακεδαιμονίοις ότι τήδε
Κείμεθα, τοίς κείνων πειθόμενοι νομίμοις (Στράβ. β.9, σ.219)
Εκτός τούτου του ιδίως προς τιμήν των Λακεδαιμονίων επιγράμματος ήν και έτερον δι’ άπαντας τους πεσόντας=
Μυριάσιν ποτέ τήδε τριακοσίαις εμάχοντο
Εκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες (Ηρόδοτ. β.7. κ.228
αμφότερα γραφέντα υπό των Αμφικτυόνων· έγραψε δε και ο Σιμωνίδης ιδιαίτερον επίγραμμα τω μάντει Μεγιστίω (Ηρόδοτ. β.7. κ.228), ός απέθανε και αυτός οικειοθελώς μετά των άλλων· επί δε του λόφου ένθα συνέβη η πανολεθρία των Ελλήνων ηρώων ανηγέρθη λέων λίθινος προς τιμήν του Λεωνίδου (Ηρόδοτ. β.7. κ.225). Το στενόν τούτο των Θερμοπυλών ήν και έσται περιώνυμον εις αιώνα τον άπαντα· ενταύθα εχύθη πολλάκις το ευγενέστερον αίμα των Ελλήνων· ενταύθα επολέμησαν οι Φωκείς κατά των Θεσσαλών, οι Σπαρτιάται κατά των Περσών, οι Αιτωλοί κατά Φιλίππου του Γ΄, ο Αντίοχος κατά των Ρωμαίων, οι Έλληνες κατά του Βρέννου και των Γαλατών, και δι’ αυτού του ιδίου στενού οι Ούνοι και οι Τούρκοι υπό τον σουλτάνον Βαγιαζήτ εισέβαλον εις την Ελλάδα.
–Η Αμφικτυονική σύνοδος συνεκροτείτο δίς του ενιαυτού καθ’ εξαμηνίαν, κατά το έαρ και κατά το φθινόπωρον εν Θερμοπύλαις, και η σύνοδος αύτη εκαλείτο Πυλαία και οι συγκροτούντες αυτήν ελέγοντο Πυλαγόραι, οί και έθυον τη Δήμητρι (Στράβ. β.9, σ.420). Αι Θερμοπύλαι απείχον 70 στάδια του Κηναίου ακρωτηρίου της Ευβοίας (Λήκ κ.10, σ.8).
* Το Καλλίδρομον όρος κοινώς ονομάζεται Σαρώματα (Στράβ. β.9, σ.435).
–Αι Θερμοπύλαι ουδεμίαν έχουσι νεωτέραν ονομασίαν· ο δε από των ερειπίων της Σκαρφείας 23 λεπτά προς δυσμάς απέχων Επάνω και Κάτω Μώλος εφαρμόζεται ακριβώς τη θέσει της Νικαίας, και ο μέν ολίγον κατ’ αριστεράν επί του προς τας Θερμοπύλας αιγιαλού κείμενος Επάνω Μώλος είναι αναμφιβόλως το αρχαίον φρούριον της Νικαίας, ο δε Κάτω Μώλος ο λιμήν. Εντεύθεν άρχεται η συνήθης και μάλλον ευδιάβατος διά των ορέων προς την Λεβαδίαν και την κυρίως Ελλάδα δίοδος (Γκέλλ σ.237).
–Επί των κορυφών του όρους Καλλιδρόμου ήσαν τρία φρούρια.=
Τίχιον, Καλλίδρομον και Ροδουντία ών σώζονται λείψανα (Λήκ. κ.10, σ.63).
Το όρος τούτο έχει ύψος 1374 γαλλομέτρων.
–Δεν είναι πλέον το στενόν των Θερμοπυλών ως το πάλαι μια μόνη αμάξη διαβατόν, αλλ’ εκ της επισωρεύσεως της ιλύος των ποταμών ευρύχωρον.
–Ως κατά τους παρελθόντας αιώνας ούτω και επί των ημετέρων χρόνων η γη των Θερμοπυλών έπιε και πάλιν ένδοξον αίμα Ελληνικόν. Ο περίφημος Αθανάσιος Διάκος, είς των πρωταγωνιστών της Ελληνικής Ελευθερίας αφ’ ού εκυρίευσε τάς Θήβας και την Λεβαδίαν, προέβη εις Θερμοπύλας μετά του επισκόπου Αμφίσσης (Σαλόνων) και 700 στρατιωτών· αλλά κατ’ επιταγήν του αρχιστρατήγου Χουρσίδ πασά επελθόντες οι δύο τοποτηρηταί αυτού ο Ομέρ Βριόνης σατράπης Βερατίου και ο Μεχμέδ πασάς μετά περίπου 4000 στρατιωτών, τη 25 Μαΐου 1821 κατέθραυσαν τους Έλληνας, και ο Διάκος πολεμήσας ανδρείως και πληγωθείς βαρέως, συνελήφθη ζών και αμέσως εθανατώθη, ως και ο επίσκοπος.
  
ΠΟΤΑΜΟΙ. 
ΒΟΑ΄ΓΡΙΟΣ, ρέων παρά την πόλιν Θρόνιον και επονομαζόμενος Μάνης· ήν χείμαρρος ο ποταμός ούτος και αβρόχοις ποσί διαβατός· αλλ’ ενίοτε είχε και δίπλεθρον πλάτος (200 ποδών) (Στράβ. β.9, σ.426)· μνημονεύεται υπό του Ομήρου εν τω καταλόγω=
Τάρφην τε Θρόνιόν τε Βοαγρίου αμφί ρέεθρα (Ομ. Ιλ. Β, στ.533)
Και υπό του Παυσανίου (Παυσ. Ηλ. κ.22).
*Κατά τον Γκέλλ ο ποταμός ούτως ρέει και ήδη μετά ½ ώραν από του χωρίου Λογκακίου, και ποτέ μέν είναι χείμαρρος λυσσώδης, ποτέ δε ξηραίνεται όλως ως και το πάλαι (Γκέλλ σ.236).
  
 ΠΟΛΕΙΣ.
ΚΝΗΜΙ΄ΔΕΣ, πόλισμα εκ φύσεως οχυρόν, παραθαλάσσιον επί ακρωτηρίου, απέχον του Δαφνούντος 20 σταδίους διά θαλάσσης βορ-δυτικώς και κείμενον απέναντι του ακρωτηρίου της Ευβοίας Κηναίου· το πλάτος του μεταξύ Κνημίδων και Κηναίου πορθμού λογίζεται 20 σταδίων, και εν τω μεταξύ τούτω εισί τρείς μικραί νήσοι καλούμεναι Λιχάδες, λαβούσαι το όνομα από τινος Λίχα, και κείμεναι πλησιέστατα της παραλίας (Στράβ. β.9, σ.426), ονομαζόμεναι δε υπό του Πλινίου Σκαρφία, Καρέσα και Φωκαρία (Πλίν. β.4, κ.12). Αι Κνημίδες κείμεναι κατά τας προσαρκτίους υπωρείας της Κνημίδος, έλαβον αναμφιβόλως το όνομα από τούτου του όρους.
–Ο Σκύλαξ ονομάζει το πόλισμα τούτο Κνημίδα και τάττει αυτό εν ταίς Φωκικαίς πόλεσιν (Σκύλ. Φωκείς), ώστε θεωρεί ως φαίνεται, πάσαν την χώραν των Επικνημιδίων Λοκρών ως μέρος της Φωκίδος· και ο Πλίνιος ωσαύτως Κνημίδα ονομάζει το πόλισμα τούτο (Πλίν. β.4, κ.7).
*Μετά 20 λεπτά από του Νεοχωρίου παρ’ ώ σώζονται τα ερείπια του Δαφνούντος, και επί της υπεράνω του ακρωτηρίου Κνημίδος κορυφής, απέναντι του κατά την Εύβοιαν ακρωτηρίου Κηναίου και των νήσων Λιχάδων εύρεν ο Γκίλλ, ως νομίζει, την θέσιν των Κνημίδων, αλλ’ ουδέν απήντησεν έτερον ίχνος αρχαιότητος ειμή μόνον κατά την από της κορυφής κάθοδον δύο πύργους κτισθέντας προς οχύρωσιν της παρόδου (Γκέλλ σ.235).
ΘΡΟ΄ΝΙΟΝ, πόλις κατά το νοτ-δυτικόν των Κνημίδων, παρά τον Βοάγριον ποταμόν (Στράβ. β.9, σ.426 - Παυσ. Ηλ. κ.22), μνημονευομένη υπό του Ομήρου εν τω καταλόγω=
Τάρφην τε Θρόνιόν τε Βοαγρίου αμφί ρέεθρα (Ομ. Ιλ. Β, στ.533).
Μετά 20 στάδια από του Θρονίου προς άρκτον ήν λιμήν, και μετά 30 στάδια από της αυτής πόλως προς το δυτ-βόρειον ήν Σκάρφεια, και μετά την Σκάρφειαν η Νίκαια και αι Θερμοπύλαι (Στράβ. β.9, σ.426)· κατά τον Δίδυμον, το Θρόνιον έλαβε το όνομα από νύμφης τινός Θρονίας· ο δε Ευστάθιος τίθησι την πόλιν μακράν της παραλίας επί του όρους Κνημίδος· και ο Λυκόφρων δε αναφέρει τους Λοκρικούς αγρούς του Θρονίου (Λυκόφρ. Κασσ. στ.1143).
–Εκ σεισμού συμβάντος ποτέ διασχισθείσα η γή κατέπιεν ως 900 των κατοίκων του Θρονίου, και το κύμα εξαρθέν κατέκλυσε μέρος της πόλεως, και ο παραρρέων Βοάγριος ποταμός μετέτρεψε το ρεύμα κατ’ άλλην φάραγκα (Στράβ. β.1, σ.60)· διέμεινε δε η πόλις αύτη επί πολύ, και διήρκεσεν η ύπαρξις αυτής μέχρι της εποχής των Ρωμαίων.
–Κατά τάς αρχάς του Πελοποννησιακού πολέμου ο στρατηγός των Αθηναίων Κλεόπομπος ο Κλεινίου εκπεμφθείς μετά 30 πλοίων εις τα παράλια της Λοκρίδος (Ολ. 87, 2), και αποβάς, είλε πρώτον την Αλόπην και έπειτα και το Θρόνιον παρ’ ού έλαβεν ομήρους εκ των κατοίκων (Θουκυδ. β.2, κ.26. Το αυτό αναφέρει και ο Σικελιώτης Διόδωρος, (β.12, κ.44), λέγων όμως την μάχην της Αλόπης μεταγενεστέραν της του Θρονίου).
–Κατά δε τον Φωκικόν πόλεμον ο στρατηγός των Φωκέων Ονόμαρχος πολιορκήσας, εξηνδραπόδισε το Θρόνιον (Διόδ. Σικ. β.16, κ.33).
–Κατά την προς το Θρόνιον παραλίαν ένθα ήν εστρατοπεδευμένον το Ρωμαϊκόν στράτευμα συνήλθον ο Ύπατος Φ. Κουΐνκτιος και ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Γ΄ προς συνδιάλεξιν περί ειρήνης, και κατά πρώτον περί ανακωχής (Λίβ. Ιστ. β.32, κ.35,38)· μετά ταύτα ορμηθείς ο ρηθείς Ύπατος εξ Ελατείας και διελθών το Θρόνιον και την Σκάρφειαν, ήλθεν εις Θερμοπύλας, και εκεί συνεκάλεσεν Αιτωλικήν συνέλευσιν (Λίβ. Ιστ. β.33, κ.2).
–Αναφαίνεται δε και μετέπειτα πάλιν το Θρόνιον ως κέντρον αναγκαίον προς συνένωσιν της Αρκτώας μετά της μεσημβρινής Ελλάδος (Λίβ. Ιστ. β.35, κ.37 και β.36. κ.20).
–Οπότε κατά την εξ Ιλίου επάνοδον διεσπάρησαν τα πλοία των Ελλήνων, Λοκροί εκ του Θρονίου τούτου και Άβαντες εξ Ευβοίας κατηνέχθησαν συναμφότεροι μετά οκτώ πλοίων επί τα Κεραύνια όρη της Ηπείρου· οικήσαντες δε ενταύθα, συνώκισαν πόλιν Θρόνιον και την χώραν όσην ενέμοντο ωνόμασαν ομογνώμως Αβαντίδα, εξ ής όμως εξεβλήθησαν ύστερον υπό των ομόρων Απολλωνιατών, ηττηθέντες εις πόλεμον (Παυσ. Ηλ. κ.22).
–Ο Σκύλαξ τάττει το Θρόνιον εν ταίς πόλεσι της Φωκίδος (Σκύλ. Περιπλ. Φωκείς)· ωσαύτως και ο Αισχίνης λέγει ότι οι Φωκείς ζητήσαντες βοήθειαν παρά των Αθηναίων, υπέσχοντο να παραδώσωσιν αυτοίς τον Αλπωνόν, το Θρόνιον και την Νίκαιαν (Αισχίν. π. παρα πρεσβ. κ.45), εξ ών εξάγεται ότι οι Φωκείς είχον τότε την χώραν ταύτην.
–Ο Πτολεμαίος θεωρεί το Θρόνιον ως την μόνην τότε αξίαν αναφοράς εκ των πόλεων των Επικνημιδίων Λοκρών (Πτολεμ. κ.15), και εκ τούτου δείκνυται ότι η ύπαρξις του Θρονίου παρετάθη μάλλον της των λοιπών Λοκρικών πόλεων.
*Η υπό του Κλαρκίου παρά την Μενδενίτσαν υποτεθείσα θέσις του Θρονίου (Κλάρκ. 7, 288) είναι απαράδεκτος, ως και η υπό του Δοδουέλλ παρά το χωρίον Άντεραν (Δοδουέλλ 2, σ.66), διότι αμφότεραι αι θέσεις αύται απέχουσι κατά πολύ των Κνημίδων (Κρούσ. Τ.3. κ.10. σ.141).
ΣΚΑ΄ΡΦΕΙΑ, ή, κατά τον Όμηρον, ΣΚΑ΄ΡΦΗ=
Βρήσάν τε Σκάρφην τε και Αυγειάς ερατεινάς (Ομ. Ιλ. Β, στ.532).
πόλις υπερκειμένη της θαλάσσης κατά 10 σταδίους, και απέχουσα του Θρονίου 30· μετά την Σκάρφειαν προς το βορ-δυτικόν είποντο η Νίκαια και αι Θερμοπύλαι (Στράβ. β.9, σ.426).
–Πλησίον της Σκαρφείας συνέπιπτον αι δύο οδοί αι διερχόμεναι η μέν διά μέσου των Θερμοπυλών, η δε υπεράνω αυτών (Λίβ. β.36, κ.19 – Αππιαν. Συρ. σ.98).
–Παρά την Σκάρφειαν συνεκροτήθη μάχη μεταξύ του Ρωμαίου Μετέλλου και του στρατηγού των Αχαιών Κριτολάου, και ο Μέτελλος νικήσας απέκτεινε πάμπολλους, και έλαβε ζώντας ως χιλίους· ο δε Κριτόλαος εγένετο αφανής και ούτε μεταξύ των ζώντων ευρέθη ούτε μεταξύ τω νεκρών (Παυσ. Αχ. κ.15).
–Ο Στράβων διηγείται ότι η Σκάρφεια κατεστράφη ποτέ εκ θεμελίων υπό σεισμού, και συγχρόνως κατεκλύσθη υπό της θαλάσσης, και απωλέσθησαν τότε βυθισθέντας ουχί ελάττους των 1700 ανθρώπων (Στράβ. β.2, κ.80).
–Ο Πτολεμαίος κατατάττει την Σκάρφειαν μεταξύ των παραθαλασσίων πόλεων των Επικνημιδίων Λοκρών (Πτολ. β.3, κ.15)· και εν τη Ελληνική ανθολογία υπάρχει επίγραμμα του Αντιπάτρου εν ώ η Σκάρφεια αναφέρεται ως λιμήν (Πάλμερ Ελλ. Αρχ. σ.559).
*Ο Γκέλλ εύρεν ίχνη οχυρωμάτων απέχοντα 1 ώρ. 45 λεπ. του ποταμού Βοαγρίου, και εθεώρησεν αυτά ως λείψανα της Σκαρφείας· μετά δε 24 λ. από των ερειπίων τούτων κατά το στόμιον ποταμού εκδιδόντος εις την θάλασσαν, παρά το χωρίον Άντεραν υπάρχει λιμήν, ός είναι, ως εικάζει ο Γκέλλ, ο εν τω επιγράμματι αναφερόμενος (Γκέλλ σ. 236).
ΑΛΠΗΝΟ΄Σ, πόλις η εσχάτη των Επικνημιδίων Λοκρών πλησίον του κατά το όπισθεν στενωτάτου μέρους των Θερμοπυλών ένθα η οδός ήν μιάς μόνον αμάξης χωρητική (Ηρόδοτ. β.7, σ.217)· η πόλις αύτη ονομάζεται υπό του Ηροδότου Αλπηνοί (Ηρόδοτ. β.7, σ.176).
ΚΑΛΛΙΆΡΟΣ, πόλις μνημονευομένη υπό του Ομήρου εν τω καταλόγω=
Οί Κύνόν τ’ ενέμοντο, Οπόεντά τε Καλλίαρόν τε (Ομ. Ιλ. Β, στ.531
έκειτο προς το μέρος της Βήσσης, ή υπό μέν του Ομήρου κατατάττεται μεταξύ των πόλεων=
Βήσσάν τε Σκάρφην τε και Αυγειάς ερατεινάς (Ομ. Ιλ. Β, στ.532).
Κατά δε τον Στράβωνα, ήν πεδίον τι εν τόπω δρυμώδες απέχον της πόλεως Τάρφης 20 σταδίους (Στράβ. β.9, σ.426).
–Η Καλλίαρος επί Στράβωνος ήν ακατοίκητος  (Στράβ. β.9, σ.426)· ο Δίδυμος παράγει την ονομασίαν της πόλεως ταύτης από Καλλιάρου του Οπούντος, ο δε Ευστάθιος από Καλλιάρου του Οδοιδόκου και Λαιονόμης (Ευστάθ. και Διδ. εις Όμ. Ιλ. Β.)· κατ’ άλλους δε η πόλις ωνομάζετο Καλλίαρα (τα) πληθυντικώς εκ του ότι ήν η χώρα καλή προς άρωσιν.
ΤΑ΄ΡΦΗ, πόλις ουχί η αυτή τη Σκάρφη, ως τινες κακώς υπέλαβον, αλλ’ άλλη τις ή εκείνη, ως αριδήλως καταφαίνεται εκ του Ομήρου, ός εις δύο κατά συνέχειαν έπη μνημονεύει αυτών αμφοτέρων ως δύο διακεκριμένων απ’ αλλήλων πόλεων.
Βήσσάν τε Σκάρφην τε και Αυγειάς ερατεινάς
Τάρφην τε Θρόνιόν τε Βοαγρίου αμφί ρέεθρα (Ομ. Ιλ. Β, στ.532,533).
Ο Στράβων διεξελθών προηγουμένως την Σκάρφην και την Βήσσαν, εκφράζεται παρακατιών περί της Τάρφης ούτω= « Η δε Τάρφη (η εν τω κειμένω αυτού εσφαλμένως ευρίσκεται Σκάρφη (Ίδ. Σημ. Κασκουβ. εις Στράβ.) κείται εφ’ ύψους, διέχουσα (της Βήσσης) σταδίους είκοσι, χώραν δ’ εύκαρπον και εύδενδρον έχει· ήδη γάρ και αύτη από του δάσους ωνόμασται· καλείται δε νύν Φάρυγαι· ίδρυται δ’ αυτόθι Ήρας Φαρυγαίας ιερόν από της εν Φαρύγαις της Αργείας· και δή και άποικοι φασίν είναι Αργείων» (Δίδ. εις Ομ. Ιλ. και ο Ευστάθιος ωσαύτως εις Ιλ. Β. στ.533)· ωσαύτως και ο Δίδυμος παράγει την ονομασίαν Τάρφη εκ του Τάρφια (πυκνά δάση) (Τάρφος το δάσος).
*Η θέσις της Τάρφης ή, ως ανωτέρω αποδέδεικται, έκειτο ου πόρρω της Βήσσης, επί ύψους και εν τόπω δρυμώδη ουδεμιά ετέρα συμφωνεί τοσούτον όσον τη της Μενδενίτσης, η κείται επί της εξ Αμφικλείας διά των ορέων προς τας Θερμοπύλας οδού, υπεράνω χωρίου ένθα έκειτο η Βήσσα των αρχαίων, επί υψηλής και πολυδένδρου χώρας, ως και εκ της μαρτυρίας του Κλαρκίου (Κλάρκ. Περιηγ. 7, 296-300), του Δοδουέλλ (Δοδουέλλ 2, 66) και του Γκέλλ (Γκέλλ σ.237) φαίνεται.
ΑΥΓΕΙΑΙ΄, πόλις μνημονευομένη υπό του Ομήρου εν τω καταλόγω=
Βήσσάν τε Σκάρφην τε και Αυγειάς ερατεινάς (Ομ. Ιλ. Β, στ.532).
Κατά τον Στράβωνα, η πόλις αύτη αντί Αυγειών μετωνομάσθη Αιγαίαι, και επ’ αυτού ουδ’ εσώζετο έτι πόλις τοιαύτη εν Λοκρίδι (Στράβ. β.8, σ.364)· μόνος ο Στέφανος αναφέρει έτι αυτήν ως εκ του Ομήρου (Στέφ. Βυζ. Αυγεία πόλις Λοκρίδος). Η πόλις αύτη έλαβε το όνομα από τινος νύμφης Αυγείας (Δίδυμ. εις Όμηρ. β.3).


ΛΟΚΡΟΙ ΟΖΟΛΑΙ Η΄ ΕΣΠΕΡΙΟΙ.

Η χώρα των Οζολών των και Εσπερίων λεγομένων Λοκρών εχωρίζετο από της των Οπουντίων και των Επικνημιδίων διά του εν τω μέσω υψουμένου Παρνασσού και διά της Δωρικής Τετραπόλεως (Στράβ. β.9, σ.426), και ωρίζετο κατ’ ανατολάς υπό της χώρας των Δελφών και του Κρισσαίου πεδίου (Στράβ. β.9, σ.427), κατά μεσημβρίαν υπό του Κορινθιακού ή Κρισσαίου κόλπου (Σκύλαξ Κορυενδ. σ.14, έκδ. Χούδσ.), κατά δυσμάς υπό των Αιτωλών (Στράβ. β.9, σ.427) και κατ’ άρκτον υπό των Δωριέων (Στράβ. β.9, σ.426)· ο δε παράπλους ο Λοκρικός μικρόν υπερέβαινε τα 200 στάδια (Στράβ. β.9, σ.427), κατά δε τον Σκύλακα, ήν ήμισυ ημέρας (Σκύλαξ Κορυενδ. σ.14, έκδ. Χούδσ.). Η προς την Αιτωλίαν έκτασις της χώρας δεν διέμεινε διά παντός η αυτή. Η Λοκρίς κατά την μεγίστην έκτασιν αυτής καθήκε μέχρι της χώρας της Καλυδώνος (Στράβ. β.10, σ.450)· είτα δε ο χώρος ο από της Καλυδωνίας μέχρι του Αντιρρίου, και εκείθεν μέχρι της γραμμής της κατά την Ναύπακτον και το Ευπάλιον συνηνώθη τη Αιτωλία και ωνομάσθη Αιτωλία Επίκτητος (Στράβ. β.10, σ.450). Ο Στράβων φαίνεται ως περιλαμβάνων εν τη Λοκρίδι τον Ταφίασσον λόφον και τον τάφον του Νέσσου (Στράβ. β.9, σ.427)· αλλά τούτο αντίκειται ετέρω τινί χωρίω, καθ’ ό ο αυτός προσδιορίζει όριον μεταξύ Λοκρών και Αιτωλών το Αντίρριον. «Πλησίον το Αντίρριον το της Αιτωλίας όριον και Λοκρίδος» (Στράβ. β.10, σ.460)· μόνος δε ο Πτολεμαίος τάττει εν ταις πόλεσι των Οζολών Λοκρών την προς δυσμάς του ακρωτηρίου Αντιρρίου Μυλυκρίαν (Πτολεμ. β.3, κ.15).
–Η χώρα γενικώς θεωρουμένη είναι τραχεία και λυπρόγαιος (Στράβ. β.10, σ.460), περικυκλουμένη κατά μεν ανατολάς υπό διαφόρων κλάδων του Παρνασσού, ως ο Στράβων λέγει: «Των δε πλευρών του Παρνασσού το μέν εσπέριον νέμονται Λοκροί τε οι Οζόλαι» κτλ. (Στράβ. β.9, σ.417), κατά δε άρκτον υπό του Αιτωλικού όρους Κόρακος, κατά δε δυσμάς υπό του όρους Ταφίου ή Ταφιάσσου.
–Οι κάτοικοι της χώρας ταύτης ήσαν το εξ αρχής Λέλεγες (Δικαίαρχ. στ.70)· και ως εκ της ολίγον εντίμου επωνυμίας αυτών (Οζόλαι), ολίγον ήσαν ευάρεστοι, φαίνεται, προς το λοιπόν των Ελλήνων, και ουδέ μετέσχον του Τρωϊκού πολέμου μετά των άλλων, διό και ουδόλως μνημονεύει αυτών ο Όμηρος· φαίνεται δε ότι ήσαν ανέκαθεν συνδεδεμένοι μάλλον μετά των Δωριέων, διότι ο Δωρικός στύλος εν Ναυπάκτω κατεσκευάσθη, και ο στρατός των Δωριέων ευμαρώς διέβη διά της χώρας αυτών εις Πελοπόννησον (Απολλόδ. β.2, κ.7)· ήσαν δε λαός άγριος και ληστρικός και κατ’ έθος παλαιόν διήγον οπλοφορούντες διαπαντός, ως οι γείτονες αυτών Αιτωλοί και Ακαρνάνες, και εν περιστάσει πολέμου παρείχον ουκ ευκαταφρονήτους ψιλούς στρατιώτας (Θουκυδ. β.3, κ.96).
–Κατά τον Περσικόν πόλεμον τα απρόσβατα όρη αυτών εχορήγησαν τοις Φωκεύσιν ασφαλή καταφύγια (Ηρόδοτ. β.8, κ.32).
–Κατά δε τον Πελοποννησιακόν πόλεμον συνεμάχουν τοίς εκ Πελοποννήσου φυγαδευθείσι Μεσσηνίοις (Θουκυδ. β.1, κ.103).
–Ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος ο επικληθείς Αιτωλικός αποσπάσας προσέθετο εις την Αιτωλίαν μέρος πολύ της Λοκρίδος, ό και ωνομάσθη Αιτωλία Επίκτητος (Στράβ. β.10, σ.450), αλλ’ ύστερον ο Αύγουστος έδωκε τοίς Πατρεύσι πάσας τάς Λοκρικάς πόλεις πλήν της Αμφίσσης (Παυσ. Φωκ. κ.38).
–Η χώρα αύτη των Οζολών Λοκρών ουδένα προήγαγε ποτέ άνδρα επίσημον.


 ΠΟΛΕΙΣ.
Α΄ΜΦΙΣΣΑ, πόλις πρωτεύουσα των Οζολών Λοκρών, μεγίστη και ονομαστοτάτη, κατά τον Παυσανίαν (Παυσ. Φωκ. κ.38), ως και κατά τον Σκύλακα (Σκύλ. Περίπλ. σ.94, εκδ. Χούδσ.). Έκειτο κατά το βορ-δυτικόν άκρον του Κρισσαίου πεδίου (Ηρόδοτ. β.8, κ.32), παρά τας υπωρείας ορέων υψηλών περικυκλούντων αυτήν, και απείχε των Δελφών 120 σταδίους, της δε Μυωνίας 30 (Παυσ. Φωκ. κ.38)· Έλαβε το όνομα από Αμφίσσης της Μάκαρος του Αιόλου, ής ηράσθη, ως εδόξαζον, ο Απόλλων· οι Αμφισσείς καί τοι Λοκροί την αρχήν, αισχυνόμενοι το όνομα των Οζολών, έλεγον εαυτούς Αιτωλούς και μετά λόγου εικότος, διότι οπόταν ο Αύγουστος συνώκισε τους Αιτωλούς εις Νικόπολιν, το πολύ του δήμου απεχώρησεν εις Άμφισσαν (Παυσ. Φωκ. κ.38).
–Η πόλις αύτη ήν κεκοσμημένη και διά πολλών άλλων, τα μάλλον δε αξιομνημόνευτα ήσαν το μνήμα της Αμφίσσης, και έτερον μνήμα το του Ανδραίμονος, ενός των απογόνων του Αιτωλού (Απολλόδ. β.8, κ.6), και της συνταφείσης συζύγου αυτού Γόργης θυγατρός του Οινέως· και εν τη ακροπόλει ναός Αθηνάς και άγαλμα αυτής ορθόν, χαλκούν, κομισθέν, ως έλεγον, υπό του Θόαντος εξ Ιλίου, εκ των λαφύρων της Τροίας.
–Οι Αμφισσείς ήγον εορτήν καλουμένην Παίδων Ανάκτων, οί, κατά τινας, ήσαν οι Διόσκουροι, κατ’ άλλους, οι Κούρητες, και κατ’ άλλους τινάς, Κάβειροι.
–Οπόταν κατά τον ιερόν πόλεμον κατεσκάφη η ιερόσυλος Κρίσσα, και το πεδίον αφιερώθη υπό των Αμφικτυόνων τω Απόλλωνι των Δελφών, οι Αμφισσείς εκαρπώθησαν τον τόπον, ανέλαβον εκ νέου την Κρίσσαν, εγεώργησαν τα πεδία και ήσαν χείρονες προς τους ξένους των πάλαι Κρισσαίων· αλλ’ οι Αμφικτύονες ετιμώρησαν αυτούς, κατασχόντες και καταστρέψαντες την Άμφισσαν.
–Ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Αμύντου είλε διά στρατηγήματος την πόλιν, μάτην επιχειρήσας την διάβασιν της προς την Καρφίαν παρόδου, της μόνης παρεχούσης δίοδον προς το εκ της φυσικής θέσεως οχυρόν τούτο φρούριον (Αισχίν. εις Κτησιφ. σ.451 – Δημοσθ. π. Στεφ. σ. 505 – Ο Πολύαινος αναφέρει το στρατήγημα (Στρατ. β.4, κ.2 §8) ).
–Ο Σικυώνιος Άρατος ο Κλεινίου άμα αιρεθείς στρατηγός των Αχαιών, επέδραμε κατά των Αμφισσέων ως και κατά των Αιτωλών και επόρθησε την χώραν αυτών (Παυσ. Κορ. κ.8)· φαίνεται δε ότι οι Αμφισσείς καί τοι κακωθέντες εκ των συμφορών τούτων, μετ’ ολίγον ανωρθώθησαν αύθις οπωσούν, διότι κατά του Βρέννου και των Γαλατών των επιχειρησάντων επιδρομήν κατά των Δελφών έπεμψεν 400 οπλίτας.
–Επί Στράβωνος η Άμφισσα ήν, ως φαίνεται, όλως εξηφανισμένη, διότι ομιλών περί των Οζολών Λοκρών, λέγει: «Πόλεις δ’ έσχον Άμφισσάν τε και Ναύπακτον ών η Ναύπακτος συμμένει του Αντιρρίου πλησίον» (Στράβ. β.9, σ.426)· εκ τουναντίον δε ο Παυσανίας αναφέρει αυτήν ως υπάρχουσαν επ’ αυτού μεγίστην και ονομαστοτάτην (Παυσ. Φωκ. κ.23).
*Άμφισσα, κοιν. Σάλονα· η νεωτέρα αύτη πόλις κείται επί της αρχαίας Αμφίσσης· και τούτο βεβαιούται αναντιρρήτως εκ της θέσεως, εκ των ερειπίων και εκ των ευρεθεισών επιγραφών εν αίς ευρίσκεται το όνομα της Αμφίσσης. Λείψανα της ακροπόλεως σώζονται επί βράχου υψηλού υπεράνω της πόλεως των Σαλόνων. Ο ναός της Αθηνάς φαίνεται ότι έκειτο επί τόπου ένθα υπάρχει ήδη οίκημα μέγα, κτίσμα του μεσαιώνος και ονομαζόμενον υπό των κατοίκων κατά παράδοσιν το παλάτι της ωραίας βασιλίσσης· Κάτωθεν των ερειπίων τούτων αναβλύζει άφθονος πηγή διαυγούς ύδατος. Εν τη κάτω πόλει ουδέν σώζεται άλλο ειμή μικρόν τι μέρος ψηφιδωτού εδάφους καί τις επιγραφή αξιοσημείωτος. Έξωθεν της πόλεως ρέει ποταμός Κατσικοπνίχτης κοινώς καλούμενος, εκδιδούς εις τον κόλπον των Σαλόνων. Υπάρχει δε και τάφος αρχαίος εντός βράχου κωδωνοειδούς κοινώς ονομαζόμενος Λυκοσπηλιά και πλησίον συντρίμματα και άλλα λείψανα τάφων.
–Περί της αποστάσεως μεταξύ της πόλεως και των Δελφών υπάρχει διαφωνία· ο Παυσανίας προσδιορίζει αυτήν 120 στάδια (Παυσ. Φωκ. κ.38) (6 ώρας)· ο Δοδουέλλ 2 ώρας από Σαλόνων μέχρι Κρίσσης και 2 ώρας από Κρίσσης μέχρι Δελφών· κατά τον Αισχίνην, η Άμφισσα απείχε των Δελφών 60 στάδια (3 ώρας)· αλλ’ ούτος δεν εννοεί την πόλιν, αλλά το πέρας της χώρας των Αμφισσέων κατ’ ευθείαν γραμμήν. την αυτήν απόστασιν δίδει και ο Χούγκος· και ο Γκέλλ διήλθε το διάστημα τούτο εις 3 ώρ. 9 λ.· κατά δε παρατηρήσεις νεωτάτων περιηγητών βεβαιούται ότι η απόστασις αύτη είναι ως έγγιστα 3 ωρών· όπερ συμφωνεί τη γνώμη του Χούγκου και του Γκέλλ· η δε διάβασις γίνεται ουχί κατ’ ευθείαν αλλά δι’ ατραπού επί του Παρνασσού. Από Σαλόνων μέχρι της θαλάσσης, ήτις απέχει 2 ώρας, εκτείνεται ελαιών άριστος και πλούσιος· αι ελαίαι των Σαλώνων εισίν αι κάλλισται της Ελλάδος κατά το μέγεθος και κατά την ποιότητα. Εις τα Σάλονα υπάρχουσι δύο σχολεία Ελληνικά δευτέρας και τρίτης τάξεως και έν δημοτικόν· και εφορία οικονομική και ταμείον αμφότερα Β΄ τάξεως, και υποτελωνείον, και ειρηνοδικείον, και συμβολαιογραφείον.
ΝΑΥ΄ΠΑΚΤΟΣ, πόλις παράλιος ου πόρρω του ακρωτηρίου Αντιρρίου βορ ανατολικώς και προς δυσμάς της πόλεως Οιανθείας, κειμένη δε πέριξ μικρού όρους κωνοειδούς αφ’ ού ήν η ακρόπολις καλώς ωχυρωμένη. Ωνομάσθη δε ούτως είτε διότι οι Ηρακλείδαι Δωριείς ενταύθα εναυπήγησαν τον στόλον δι’ ού επεραιώθησαν εις Πελοπόννησον (Στράβ. β.9, σ.427 – Παυσ. Φωκ. κ.32), είτε διότι, ως λέγει ο Έφορος, οι Λοκροί έτι πρότερον κατεσκεύασαν εκεί πλοία (Στράβ. β.9, σ.427)· η Ναύπακτος ως πόλις ολίγον εσήμαινεν, έως ού οι Αθηναίοι, οί ολίγον πρό του Πελοποννησιακού πολέμου εγένοντο κύριοι αυτής, έδωκαν αυτήν προς κατοικίαν τοίς εκβληθείσι της Είρας υπό των Πελοποννησίων τελευταίοις των Μεσσηνίων (Θουκυδ. β.1, κ.103 – Διόδ. Σικ. β.1, κ.85 – Παυσ. Μεσσ. κ.5)· διήγον δε ούτοι ενταύθα εν ασφαλεία υπό την προστασίαν των Αθηναίων οί εθεώρουν την Ναύπακτον ως ιδιοκτησίαν αυτών και καθ’ άπασαν την διάρκειαν του Πελοποννησιακού πολέμου μετεχειρίζοντο αυτήν ως ορμητήριον κατά των Πελοποννησίων και εκράτουν τον στόλον εν αυτή (Θουκυδ. β.2, κ.69, 91). αλλά μετά την εν Αιγός Ποταμοίς ήτταν των Αθηναίων οι Λακεδαιμόνιοι εξέβαλλον της Ναυπάκτου τους Μεσσηνίους, και τότε οι Λοκροί συνελέχθησαν και αύθις εις Ναύπακτον (Παυσ. Φωκ. κ.38)·μετά δε την γενικήν εξασθένησιν και διατάραξιν της Ελλάδος οι απέναντι κατοικούντες Αχαιοί είλον τας πλείστας των παραλίων πόλεων της Στερεάς Ελλάδος, εν αίς και την Ναύπακτον· και ο Επαμεινώνδας εξέβαλλε μεν αυτούς, αλλά και αύθις μετά ταύτα η Ναύπακτος περιήλθεν εις χείρας αυτών, έως ού ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος ήνωσεν αυτήν ως και πολύ μέρος μέρος της Λοκρίδος μετά της Αιτωλίας της ονομασθείσης Επικτήτου (Στράβ. β.10, σ.460 – Δημοσθ. π. Χερρον.)· και έκτοτε η Ναύπακτος εθεωρείτο ως πόλις Αιτωλική και υπό των πλειόνων των μεταγενεστέρων συγγραφέων κατατάττεται εν τη Αιτωλία, αν και κατά τας μαρτυρίας πάντων των αρχαίων έκειτο επί της Λοκρίδος· επί δε Ρωμαίων η Ναύπακτος μετά των λοιπών πόλεων της Λοκρίδος ταύτης πλήν της Αμφίσσης εδόθη παρά του Αυγούστου τοίς Πατρεύσι της Αχαΐας (Παυσ. Φωκ. κ.38)· κατά δε τον μεσαιώνα ο Αυτοκράτωρ Εμμανουήλ παρεχώρησεν αυτήν εξ ανάγκης τη Ενετική πολιτεία τω 1408 έτει· τω δε 1475 οι Οθωμανοί επολιόρκησαν αυτήν, αλλά μετά τέσσαρας μήνας και επέκεινα έλυσαν βιασθέντες την πολιορκίαν και ανεχώρησαν άπρακτοι· τω δε 1498 ο σουλτάνος Βαγιαζίτης ο Β΄ επελθών μετά πολυαρίθμου στρατιάς είλεν αυτήν (Κορονίλλης Lepanto σ.246,247).
–Εν Ναυπάκτω ήν κατά το παραθαλάσσιον ναός του Ποσειδώνος και άγαλμα αυτού ορθόν χαλκούν, έτι δε ναός Αρτέμιδος και άγαλμα αυτής εκ λευκού λίθου· εφαίνετο δε η Θεά ως ακοντίζουσα και επωνομάζετο Αιτωλή. Τη δε Αφροδίτη απένεμον τιμάς εντός σπηλαίου, και εδέοντο μεν και περί άλλων, αλλ’ αι γυναίκες και μάλιστα αι χήραι εξητούντο παρά της θεάς γάμον. Ήν δε και ναός Ασκληπιού κατερειπωμένος επί του Παυσανίου· τον ναόν τούτον ωκοδόμησεν εξ αρχής άνθρωπος ιδιώτης ονομαζόμενος Φαλύσιος προς όν πάσχοντα τους οφθαλμούς και παρ’ ολίγον τυφλόν έπεμψεν ο εν Επιδαύρω Θεός (ο Ασκληπιός) την ποιήσασαν τα έπη Ανύτην φέρουσαν δέλτον εσφραγισμένην· τούτο εφάνη κατά πρώτον εις την γυναίκα ως όψις ονείρατος· αλλά μετ’ ολίγον ανεδείχθη πράγμα υπαρκτόν, διότι εύρεν η γυνή εν ταίς χερσίν αυτής την δέλτον την εσφραγισμένην· και τότε καταπλεύσασα εις την Ναύπακτον μετά του ανθρώπου, προσέταξεν αυτώ να εκσφραγίση το έγγραφον και να αναγνώση τα γεγραμμένα· εκείνος δε αν και νομίζων αδύνατον να ιδή τα γράμματα διά των εν τοιαύτη στάσει ευρισκομένων οφθαλμών αυτού, ελπίζων αλλ’ όμως αγαθόν τι εκ του Ασκληπιού, εξεσφράγισε την δέλτον και ιδών τα επί του κηρού γεγραμμένα, εγένετο υγιής και έδωκε τη Ανύτη την εν τη δέλτω διοριζομένην ποσότητα, δισχιλίους στατήρας χρυσού.
–Ήσαν ποτέ έπη καλούμενα υπό των Ελλήνων Ναυπάκτια και αποδιδόμενα υπό των πολλών ανθρώπω τινί Μιλησίω· αλλ’ ο Λαμψακηνός Χάρων λέγει ότι ήσαν πονήματα Ναυπακτίου τινός καλουμένου Καρκίνου· όπερ εθωρείτο υπό του Παυσανίου πιθανώτερον (Παυσ. Φωκ. κ.38).
* Ναύπακτος· ο πέριξ τόπος είναι κατά το πλείστον εύφορος· έτι δε και τερπνός και μάλιστα προς ανατολάς της πόλεως κατά το παραθαλάσσιον, ένθα εισί κήποι καρποφόροι και αμπελώνες προάγοντες κάλλιστον οίνον, και ύδατα άφθονα καταρρέοντα διά μέσου πλατάνων· η Ναύπακτος έχει λιμένα μικρόν και ολίγων πλοίων δεκτικόν˙ η περίμετρος αύτη, κατά τον Κορονέλλην, λογίζεται 500 ποδών, το δε στόμιον αυτού μόνον 50, και ευκόλως κλείεται δι’ αλύσεως (Κορονέλλ. Lepento, σ.234).
–Ο υπό των Αθηναίων διατηρούμενος εν αυτώ στόλος (Θουκυδ. β.2, κ.69,91) ή συνέκειτο εκ μικρών και ολίγων πλοίων, ή ο λιμήν ήν τότε ευρυχωρότερος, καθαριζόμενος ίσως συχνάκις, και ύστερον εξ εμφράξεων εσμικρύνθη. Η Ναύπακτος είναι πρωτεύουσα της επαρχίας, Ναυπακτίας και του δήμου Ναυπάκτου, και περιέχει περίπου 3,400 κατοίκους, και σχολείον Ελληνικόν δευτέρας τάξεως, και έτερον δημοτικόν ωσαύτως δευτέρας τάξεως, και σταθμόν υγειονομικόν, και οικονομικήν εφορίαν και ταμείον, αμφότερα Γ΄ τάξεως, και υποτελεωνείον, και δασονομείον, και ειρηνοδικείον.
ΟΙΑ΄ΝΘΕΙΑ κατά τον Παυσανίαν (Παυσ. Φωκ. κ.38), ΚΥΆΝΘΙΣ κατά τον Σκύλακα (Σκύλ. Παραπλ. Λοκροί), ΟΙΑ΄ΝΘΗ κατά τον Στέφανον, ΟΙΑΝΘΕΙΆ συμφώνως τω Παυσανία κατά τον Εκαταίον και τον Ελλάνικον αναφερομένους υπό του Στεφάνου (Στέφ. Βυζ. Οιάνθη) και ΕΥΑΝΘΙΆ κατά τον Πτολεμαίον, πόλις παραθαλάσσιος κειμένη κατά το στόμιον του Κρισσαίου κόλπου, κατέναντι της εν Αχαΐα Αιγείρας (Πολύβ. β.4, κ.57). Η χώρα της Οιανθίας ήν όμορος τη της Ναυπάκτου. Είχε δε ναόν Αφροδίτης, και ολίγον υπεράνω της πόλεως ήν άλσος κυπαρίσσων αναμίξ και πιτύων και εν τω άλσει ναός Αρτέμιδος και άγαλμα αυτής και γραφαί επί των τοίχων εξειλημμέναι εκ της πολυκαιρίας επί του Παυσανίου, ός εικάζει ότι η πόλις έλαβε το όνομα από τινος νύμφης (Παυσ. Φωκ. κ.38). Ο Θουκυδίδης αναφέρει τους κατοίκους της πόλεως ταύτης, και ονομάζων αυτούς Οιανθείς, λέγει ότι τω έκτω έτει του Πελοποννησιακού πολέμου συνεστράτευσαν, ως και πολλοί άλλοι των Λοκρών, τω Σπαρτιάτη στρατηγώ Ευρυλόχω κατά Ναυπάκτου (Θουκυδ. β.3, κ.101).
–Μεταξύ Οιανθείας και της Φωκικής πόλεως Κρίσσης ήν η πόλις Χαλεώς (Πτολεμ. β.2, κ.15).
–Η Οιάνθεια μετά των λοιπών πόλεων της Λοκρίδος πλήν της Αμφίσσης εδόθη παρά του Αυγούστου τοις Αχαιοίς των Πατρών (Παυσ. Φωκ. κ.38).Παρά την Οιάνθειαν τίθησιν ο Πλίνιος μόνος επί της θαλάσσης λιμένα Φαιστείου Απόλλωνος και πόλισμα Φαιστόν κατά το μεσογαιότερον (Πλιν. Φυσ. Ιστ. β.4, κ.4).
* Επί της θέσεως της Οιανθείας κείται τανύν το Γαλαξείδιον (Λήκ. Περιηγ. Βορ. Ελλάδ. κ.21, σ.594) απέχον των Σαλόνων (Αμφίσσης) 15 μίλ. Αγγλ.= 5 ώρ. (Δοδουέλλ 1, 146). Τα ερείπια της αρχαίας πόλεως συνίστανται εις έν μικρόν τείχος εκ τριών καλώς διατετηρημένων σειρών μεγάλων λίθων˙ το δε αξιολογώτερον μέρος της πόλεως φαίνεται ότι έκειτο εκατοστύας τινάς βημάτων ανατολικώτερον του σήμερον Γαλαξειδίου επί χερσονήσου πετρώδους, εν ή σώζονται αρχαία θεμέλια˙ ευρέθη δε πρό καιρού και επιγραφή, ορυττομένων των θεμελίων εκκλησίας (Δοδουέλλ 1, 131).
–Το Γαλαξείδιον έχει λιμένα καλόν και οι κάτοικοι αυτού συμποσούμενοι εις επέκεινα των 5,000 διά της βιομηχανίας, του εμπορίου και της οικονομίας των πλουτίσαντες, εκέκτηντο επί της τουρκοκρατίας εκτός πολυαρίθμων μικρών σκαφών εξήκοντα περίπου εμπορικά πλοία, αλλά κατά τάς αρχάς του οκτωβρίου του πρώτου έτους της Ελλ. επαναστάσεως του 1821, ο εκ Κωνσταντινουπόλεως ελθών και διαμένων εις Πάτρας Καπιτάνια-Μπέης (αντιναύαρχος) Καρά Αλής εξέπεμψε κατά του Γαλαξειδίου μίαν φρεγάταν και τριάκοντα βρίκια, τα πλείστα Αλγέρεια και Αιγυπτιακά υπό τον Αιγύπτιον ναύαρχον Ισμαήλ Γιβραλτάρην και τον Γιουσούφ πασάν, οί πολιορκήσαντες και κατεκυρίευσαν και κατενέπρησαν την πόλιν˙ και οι μέν κάτοικοι όσοι διεσώθησαν έφυγον εις τα όρη της Αμφίσσης (Σαλόνων), οι δε νικηταί σύροντες κατόπιν αυτών 34 ζωγρηθέντα πλοία εκτός άλλων πυρποληθέντων υπ’ αυτών, απέπλευσαν εις Πάτρας ένθα ο Καπιτάνια-μπέης επανηγύρισε το κατόρθωμα τούτο των τοποτηρητών του˙ επιστρέψαντα δε εις Κωνσταντινούπολιν ο σουλτάνος προς αμοιβήν τον κατέστησεν Αρχιναύαρχον, Καπιτάν πασάν. Οι Γαλαξειδιώται αναλαβόντες την προτέραν θέσιν και εξακολουθούντες την αυτήν βιομηχανικήν σειράν του βίου των, συμποσούνται ήδη εις επέκεινα των 5,000 και έχουσι και σχολείον ελληνικόν δευτέρας τάξεως, και άλλο δημοτικόν, και υγειονομείον και υποτελωνείον.
ΜΥΩΝΙΆ, πόλις κειμένη κατ’ απόστασιν 30 σταδίων άνωθεν της Αμφίσσης κατά το μεσόγαιον επί ύψους. Περί την πόλιν ήν άλσος και βωμός θεών Μειλιχίων, οίς προσήνεγκον θυσίας νυκτερινάς και ώφειλον να αναλώσωσι τα κρέατα επί του αυτού τόπου πρίν της ανατολής του ηλίου. Υπεράνω δε της πόλεως ταύτης ήν τέμενος Ποσειδώνος καλούμενον Ποσειδώνιον και εν αυτώ ναός Ποσειδώνος, το δε άγαλμα δεν εσώζετο πλέον επί του Παυσανίου (Παυσ. Φωκ. κ.38).
–Εν Ολυμπία ήν ανάθημα Μυόνων ή Μυονέων, ασπίς επίχαλκος έχουσα γραφάς κατά το ένδον, και περικεφαλαία και κνημίδας μετά της ασπίδος· ήν δε και επιγραφή επί των όπλων τούτων εξ ής εδηλούτο ότι ήσαν ακροθίνιον τω Διΐ παρά των Μυόνων (Παυσ. Ηλ. κ.19). Ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Μυονείς ως γείτονας των Αμφισσέων, και λέγει ότι η Μυωνία ήν το δυσβατώτερον μέρος της Λοκρίδος (Θουκυδ. β.3, κ.101).
–Η Μυωνία εδόθη και αυτή παρά του Αυγούστου τοίς Πατρεύσι μετά των άλλων Λοκρικών πόλεων (Παυσ. Φωκ. κ.38).
* Εκ των νεωτέρων περιηγητών ο Δοδουέλλ (Δοδουέλλ 1, 145), ο Γκέλλ (Γκέλλ σ. 198) και ο Λήκιος (Λήκ. τ.2, κ.21, σ.592) νομίζουσι ότι η Μυωνία υπήρξεν επί της θέσεως του χωρίου Αγίας Ευφημίας κειμένου επί της μεταξύ Σαλόνων και Γαλαξειδίου οδού ένθα σώζονται λείψανα αρχαίας πόλεως· αλλά τούτο αντίκειται τη περιγραφή των αρχαίων, ως και ο Κρούσιος παρατηρεί (Κρούσ. τ.3, κ.10, σ.170), διότι ο Παυσανίας αποφαίνεται ρητώς ότι η Μυωνία έκειτο ουχί πλησιέστερον της θαλάσσης ή η Άμφισσα, αλλά μάλιστα απώτερον προς το μεσόγαιον. «Άνω υπέρ Αμφίσσης προς Ήπειρον η Μυωνία, σταδίοις απωτέρω τριάκοντα Αμφίσσης» (Παυσ. Φωκ. κ.38).
ΧΑΛΚΩ΄Σ κατά τον Πτολεμαίον, ΧΑ΄ΛΑΙΟΝ κατά τον Πλίνιον και τον Στέφανον, πόλις επί του Κρισσαίου κόλπου· αναφέρεται υπό του Εκαταίου (Εκατ. παρά Στεφ. Βυζ. εις Κάλαιον) και του Θουκυδίδου (Θουκυδ. β.3, κ.57)· ο Πτολεμαίος τίθησιν ταύτην επί της ακτής μεταξύ της Λοκρικής Οιανθείας και της Φωκικής Κρίσσης (Πτολ. β.3, κ.15)· κατά δε τον Πλίνιον ήν λιμήν απέχων των Δελφών 7 μίλ. Ρωμ. (Πλίν. β.4, κ.3).
*Η πόλις Χαλεώς έκειτο ή επί της θέσεως του χωρίου Ανεμοκάμπων ή κατά τον λιμένα, ός κοινώς ονομάζεται Μπάλα της Σάλοκας (Γκέλλ σ.195,200). Τη 18 Ιουλίου 1827 ο φιλλέλλην Άγγλος ναύαρχος Χάστιγξ καταλαβών κατέστρεψεν έν ημισεία ώρα στολίσκον Οθωμανικόν ελλιμενισμένον ενταύθα, και εκ των εννέα πολεμικών πλοίων εξ ών συνέκειτο, τα επτά κατέθραυσεν ή κατέκαυσε, ζωγρήσας και τρία Αουστριακά εμπορικά φέροντα φόρτον Κορινθιακής σταφίδος πωληθείσα εις αυτά υπό των Οθωμανών.
ΕΥΠΑ΄ΛΙΟΝ, πόλις κατά το ανατ-βόρειον της Ναυπάκτου, παρά τα μεθόρια της Αιτωλίας (Στράβ. β.10, σ.452). Είχεν επίνειον Ερυθράς, ως μαρτυρεί ο Λίβιος, λέγων ότι ο Φίλιππος απέστειλε μέρος του στρατεύματος αυτού διά θαλάσσης εις Ερυθράς τας παρά το Ευπάλιον (Λίβ. β.28, κ.8). Ο Θουκυδίδης ονομάζει την πόλιν ταύτην Ευπάλιον (Θουκυδ. β.3, κ.96), και εξ αυτού μανθάνομεν ότι έκειτο παρά την Ναύπακτον, ότι εντεύθεν ήγεν οδός προς το Τίχιον, και ότι ο τόπος ήν οχυρός, όπερ δείκνυται εκ του ότι ο στρατηγός Δημοσθένης πέμψας ενταύθα την εξ Αιτωλίας λείαν, προέβη περαιτέρω· έτι δε βλέπομεν εκ του αυτού Θουκυδίδου ότι η εκ Κυτινίου διά της Λοκρίδος οδός ήγεν υπεράνω του Ονεώνος και του Ευπαλίου προς την Ναύπακτον (Θουκυδ. β.3, κ.102).
* Το Ευπάλιον έκειτο επί της θέσεως της μονής του Αγ. Ιωάννου, ¾ ώρ. από των εκβολών του ποταμού Μόρνου ένθα σώζονται και πόλεως αρχαίας ερείπια (Κρούσ. τ.3, κ.10 σ.172).
ΟΙΝΕΩ΄Ν, πόλισμα παραθαλάσσιον και λιμήν κατ’ ανατολάς της Ναυπάκτου, μνημονευόμενον υπό μόνον του Θουκυδίδου (Θουκυδ. β.3, κ.101).
ΤΟΛΟΦΩ΄Ν, πόλις παραθαλάσσιος· κατά την περιγραφήν της Ελλάδος υπό του Δικαιάρχου, μετά την Ναύπακτον ήν μέγας λιμήν και η πόλις Τολοφών, ήν κατά λάθος γράφει Κολοφώνα· και μετά την πόλιν ταύτην ποταμός Ύλαιτος, κατερχόμενος εξ Αιτωλίας (Δικαίαρχ. Βίος Ελλάδ. στ.65 κξ)· ο Θουκυδίδης μνημονεύει του Τολοφώνος ως πόλεως των Οζολών Λοκρών (Θουκυδ. β.3, κ.101).
* Κατά την εικασίαν του Ληκίου η πόλις Τολοφών έκειτο κατά το χωρίον Κίσελι (Ληκ. τ.3, σ.680 κξ).
ΠΟ΄ΛΙΣ, πόλισμα των Υαίων (φυλής τινος Λοκρικής), μνημονευόμενον υπό μόνον του Θουκυδίδου. Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Ευρύλοχος οπόταν εστράτευσε κατά της Λοκρίδος, εζήτησεν ομήρους παρά των Υαίων· αποποιηθέντων δ’ εκείνων, είλε την Πόλιν (Θουκυδ. β.3, κ.101). Η θέσις του πολίσματος τούτου άγνωστος.
–Ο Θουκυδίδης αναφέρει και άλλα τινα γένη Λοκρικά, ως Ιπνίους, Μεσσαπίους, Τριταιέους Ησσίους περί ών ουδέν γνωρίζομεν, ούτε περί της θέσεως, ούτε περί των πόλεων αφ’ ών έλαβον τάς τοιαύτας ονομασίας, ούτε περί άλλης τινός αναφερομένης αυτοίς περιστάσεως, διότι ο Θουκυδίδης περιορίζεται εις μόνα τα ονόματα, και παρ’ ουδενός άλλου των αρχαίων συγγραφέων έχομεν την παραμικράν περί αυτών διασάφησιν.».---

Ακολουθεί Πίνακας με τους Δήμους και τα χωριά της Επαρχίας Λοκρίδος:


 
 

 


Πηγές Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή:

Γκέλλ Ουΐλλιαμ (William Gell)
Δημοσθένους, Περί του Στεφάνου
Δοδουέλλ (Ντόντουελ Έντουαρντ, Edward Dodwell)
Κλάρκ, ΈντουαρντΝτάνιελ (Edward Daniel Clark)

Για τις υπόλοιπες πηγές βλέπε ανάρτηση: «Η Φθιώτις κατά τα μέσα του 19ου αιώνα».


ΠΗΓΗ



[Μετά τον εντοπισμό της πηγής στην ψηφιακή βιβλιοθήκη ΑΝΕΜΗ διαπιστώθηκε ότι, όσον αφορά την επαρχία Λοκρίδος, στη σελίδα 651 υπήρχαν μόνο οι κάθετες γραμμές και οι αριθμοί. Μέσω της αναζήτησης στη Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης (παλιά συλλογή), η έντυπη μορφή του βιβλίου εντοπίσθηκε στο Αρχείο Βαφόπουλου, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Ευχαριστούμε την υπεύθυνη Βιβλιοθήκης για την άδειά της να φωτογραφίσουμε τη σελίδα που προαναφέρθηκε].





Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Η Φθιώτις κατά τα μέσα του 19ου αιώνα

Το 1853-4 εκδόθηκε στην Αθήνα το τρίτομο έργο του Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή (1779-1855) «Τα Ελληνικά», το οποίο ο Κωνσταντινουπολίτης λόγιος συνέγραψε στην Οδησσό, όπου διέμεινε οικογενειακά μετά την αποτυχία της Ελληνικής επανάστασης στη Μολδοβλαχία.
Στο έργο πραγματοποιείται «Περιγραφή Γεωγραφική, Ιστορική, Αρχαιολογική και Στατιστική της Αρχαίας και Νέας Ελλάδος». Στον Α΄ τόμο περιγράφεται η Στερεά Ελλάδα (Ανατολική και Δυτική), στον Β΄ η Πελοπόννησος και στον Γ΄ τα Νησιά (ελεύθερα και μη). Μεταξύ των περιοχών της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας περιγράφονται η «Φθιώτις» και η «Λοκρίς».
Στα Προλεγόμενα του πρώτου τόμου ο Ραγκαβής παραθέτει:
·    το σκεπτικό της 20ετούς προσπάθειάς του για τη σύνταξη του έργου,
·    τη διαίρεση του έργου σε τρείς τόμους,
·    την τάξι του έργου,
·    τα βοηθήματα-πηγές που χρησιμοποίησε,
·    επεξηγεί τα περιεχόμενα των Πινάκων των Δήμων:
-αποστάσεις πόλεων και χωριών (Ώρες, Λεπτά) από διοικητικές έδρες τους,
-γεωγραφική τοποθέτηση,
-πληθυσμιακά στοιχεία (αριθμός οικογενειών και κατοίκων): α) τα στοιχεία των επαρχιών και των δήμων προέρχονται από απογραφικούς πίνακες του έτους 1851. β) τα στοιχεία των χωριών προέρχονται από απογραφικούς πίνακες έως τα έτη 1848 και 1849 που απέστειλαν οι νομάρχες στο Υπουργείο Εσωτερικών.
Στη συνέχεια παρατίθεται το κείμενο, το οποίο αφορά την Επαρχία Φθιώτιδος (θα ακολουθήσει η Επαρχία Λοκρίδος σε επόμενη ανάρτηση) :

--«Η πάλαι Φθιώτις ήν το τέταρτον της όλης Θεσσαλίας το νοτιότατον· ο Στράβων περιγράφει αυτήν ως εφεξής: «Τοιαύτη δε ούσα (η Θεσσαλία), εις τέσσαρα μέρη διήρητο· εκαλείτο δε το μέν Φθιώτις, το δ’ Εστιαιώτις, το δε Θετταλιώτις, το δε Πελασγιώτις· έχει δ’ η μέν Φθιώτις τα νότια τά παρά την Οίτην, από του Μαλιακού κόλπου και Πυλαϊκού μέχρι της Δολοπίας και της Πίνδου διατείνοτα, πλατυνόμενα δε μέχρι Φαρσαλίου και των πεδίων των Θετταλικών (Στράβ. β. 9, σ.430). Επειδή δε το πλείστον της Φθιώτιδος μετά πάσης της λοιπής Θεσσαλίας ευρίσκεται ήδη υπό την Οθωμανικήν εξουσίαν και κείται εκτός του επί του παρόντος σχεδίου της συγγραφής ταύτης, περιγράφομεν μόνον όσον μέρος της Φθιώτιδος περιλαμβάνεται εντός των ορίων του ελληνικού κράτους, τουτέστι το νότιον αυτής το μεταξύ των ορέων Όθρυος και Οίτης, εκτεινόμενον απ’ ανατολών προς δυσμάς από του Πτελεού και του Μαλιακού κόλπου μέχρι του όρους Τυμφρηστού και της Δολοπίας· εν τη περιοχή ταύτη περιλαμβάνονται α΄) μέρος της Φθιώτιδος Αχαΐδος το προς το νοτιοανατολικόν· β΄) η χώρα των Λαμιέων· γ΄) η Μαλίς ή Μηλίς· δ΄) η χώρα των Αινιάνων. Όρη κύρια του μέρους τούτου της Φθιώτιδος είναι η Οίτη και τα προς μεσημβρίαν πλευρά της Όθρυος. Ποταμός είς ο Σπερχειός και άλλοι μικροί ως ο Δύρας, ο Μέλας, ο Ασωπός και ο Φοίνιξ. Κόλπος είς ο Μαλιακός ο και Λαμιακός λεγόμενος.
–Ο τόπος ούτος έλαβε το όνομα από Φθίου, υιού, ως ενομίζετο, Ποσειδώνος και Λαρίσσης· οι τρείς αδελφοί Πελασγός, Αχαιός και ο Φθίος ούτος ελθόντες εξ Άργους, της πατρίδος αυτών μετ’ αποικίας πολυαρίθμου (1733 π.Χ.), κατέστησαν τρία μικρά κράτη, ά απ’ αυτών εκλήθησαν Πελασγιώτις, Αχαΐα ή Αχαιΐς και Φθιώτις (Διονύσ. Αλικ. Αρχαιοτ. Ρωμ. β 4 κ. 17 κξ – Ευστάθ. εις Ομ. Ιλ. Β, στ. 689 – Σχολιαστ. Απολλων. Ροδ. 1, στ.580.)· εξετάθη δε η Πελασγιώτις, ως φαίνεται, μάλλον των άλλων· διότι έκτοτε η Θεσσαλία ολόκληρος ωνομάσθη Πελασγία (Ευστάθ. εις Ιλ. Β, στ.681) και οι Θεσσαλοί Πελασγοί (Ο αυτ. εις Διονυσ. Περιηγ. στ.427, Τ.4)· η δε Φθιώτις ελέγετο Φθία, ως και υπό του Ομήρου ονομάζεται=
Ναίον δ’ εσχατιήν Φθίης Δολόπισοιν ανάσσων (Ομ. Ιλ. Ι, στ.484)· Μετά καιρόν (1529 π.Χ) ελθών ο Δευκαλίων μετά Κουρήτων και Λελέγων, κατέκτησε την Φθιώτιδα (Διονύσ. Αλικ. β.1, κ.17), ήν εύρον έρημον κατοίκων διά τον προ ολίγου συμβάντα και κυρίως επί της Φθιώτιδος εκραγέντα και διά τον σύγχρονον ονομασθέντα του Δευκαλίωνος κατακλυσμόν, εξ ού όσοι των κατοίκων Πελασγών των λεγομένων τότε Γραικών (Αριστοτ. Μετεωρολ. β. 1, κ.14Μαρμ. Οξων. Επ. 9) διεσώθησαν, κατέφυγον εις την Ήπειρον παρά τους συγγενείς αυτών Δωδωναίους (Διονύσ. Αλικ. β. 1, 18) υπό δύο αρχηγούς Πελασγόν και Φαέθοντα (Πλούταρχ. Πύρρος), και ήρξεν ο Δευκαλίων επί της Φθιώτιδος (Στράβ, β. 9, σ.432), και φαίνεται ότι εξέτεινε την επικράτειαν αυτού κατά τα πέριξ, διότι ευρίσκομεν πόλιν Ελλάδα εν τη Αχαιΐδι απέχουσιν 10 στάδια των Μελιταίων πέραν του Ενιπέως ποταμού, κτισθείσαν δε πιθανώς υπό του υιού του Δευκαλίωνος Έλληνος, ού και ο τάφος ήν εν τη αγορά των Μελιταίων (Στραβ. β. 9, σ. 432.). Της πόλεως Ελλάδος μέμνηται και ο Όμηρος εν τω καταλόγω=
Οί τ’ είχον Φθίην, ηδ’ Ελλάδ καλλιγύναικα (Ομ. Ιλ. Β, στ.683).
Τινές υπέλαβον ότι Φθία και Ελλάς και Αχαΐα ήν η αυτή· αλλ’ εκ του ανωτέρω έπους και εξ άλλων εν τε τη Ιλιάδι και τη Οδυσσεία της αυτής ιδέας επών δηλούται προφανώς ότι ο ποιητής διαστέλλει την Φθίαν από της Ελλάδος και μνημονεύει αυτών ουχί ως μιάς αλλ’ ως δύο διακεκριμμένων απ’ αλλήλων πόλεων (Στράβ. β. 9, σ.431)· ο Στράβων αμφιβάλλει αν ο Όμηρος λέγων Ελλάδα και Φθίαν, εννοή πόλεις ή χώρας (Αυτόθι.: Στράβ. β. 9, σ.431)· αλλά φαίνεται βέβαιον ότι ποτέ μεν ως πόλεις ποτέ δε ως χώραι μνημονεύονται, και ότι από της πόλεως μετεδίδετο βαθμηδόν η ονομασία εις άπασαν την χώραν, ως και αποδεικνύεται εκ της Ελλάδος, ή ήν βεβαίως πόλις το εξ αρχής, ως εκ των σχολιαστών του Απολλωνίου (Σχολιαστ. Απολλων. Ροδ. β. 1, στ.904. Όμηρος δε μίαν Θετταλίας πόλιν οίδε, την Ελλάδα) και του Ομήρου (Σχολιαστ. Ομήρ. εις Ιλ. Χ. στ.474. Ελλάς, πόλις ομώνυμος τη χώρα) και εξ αυτού του ιδίου Στράβωνος του διορίζοντος και την θέσιν αυτής (Στράβ. β. 9, σ.432) βεβαιούται· και ομοίως είναι γνωστόν ότι απ’ αυτής μετεδόθη βαθμηδόν και εφ’ άπασαν την Ελλάδα, οι δε πρίν καλούμενοι Γραικοί εκλήθησαν Έλληνες από Έλληνος του Δευκαλίωνος (Μαρμαρ. Όξων. Επ. β΄ - Απολλόδ. β. 1, κ. 7 §3)· και Έλληνας κυρίως ονομάζει ο Όμηρος τους κατοίκους της Φθιώτιδος=
Μυρμιδόνες δε καλούντο και Έλληνες και Αχαιοί (Ομ. Ιλ. Β, στ.684).
Ότι δε η Φθιώτις ήν η κοιτίς των Ελλήνων και οι Φθιώται οι πρώτοι και κυρίως Έλληνες βεβαιοί και ο Θουκυδίδης (Θουκυδ. β. 1, κ.έ.) και άλλοι μετ’ αυτόν, ως ο Αρίσταρχος (Αρίσταρχ. εις Ομ. Ιλ. Β, στ.580) και ο Απολλόδωρος (Απολλόδ. παρά Στράβ. β 8, σ.370).
–Κατά την εποχήν του Τρωϊκού πολέμου η Φθιώτις ήν η επικράτεια του Αχιλλέως, ως εκ του Ομήρου φαίνεται=
Νύν αύ τους, όσσοι το Πελασγικόν Άργος έναιον,
Οί τ’ Άλον, οί τ’ Αλόπην, οί τε Τρηχίν’ ενέμοντο,
Οί τ’ είχον Φθίην, ηδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα·
Μυρμιδόνες δε καλούντο και Έλληνες και Αχαιοί,
Των αύ πεντήκοντα νεών ήν αρχός Αχιλλεύς (Ομ. Ιλ. Β, στ.981-685
περιελάμβανε δε η επικράτεια του Αχιλλέως άπασαν την κυρίως Φθιώτιδα από της εντεύθεν της Αλόπης χώρας μέχρι της Τραχίνος, και εκτεινομένη κατά βόρειον, ωμόρει κατά μέν το βορ-ανατολικόν μετά της υπό τον Πρωτεσίλαον χώρας=
Οί δ’ είχον Φυλάκην και Πύρεσσον ανθεμόεντα,
Δήμητρος τέμενος, ίτωνά τε μητέρα μήλων,
Αγχίαλόν τ’, Αντρών’, ηδέ Πτελεόν λεχεποίην
Των αύ Πρωτεσίλαος Δρηίος ηγεμόνευεν (Ομ. Ιλ. Β, στ. 695 κξ.)
κατά δε το βορ-δυτικόν μετά της υπό τον Φιλοκτήτην=
Οί δ’ άρα Μηθώνην και Θαυμανίην ενέμοντο,
Και Μελίβοιαν έχον και Ολιζώνα τρηχείαν·
Των δε Φιλοκτήτης ήρχεν τόξων εύ ειδώς (Ομ. Ιλ. Β, στ.716 κξ ιδέ και Στράβ. β. 9, σ.430, 431),
κατά δε το νότιον μετά της Οίτης και των Επικνημιδίων Λοκρών. Περιείχετο προσέτι εν τη επικρατεία του Αχιλλέως και η Δολοπία, ως δηλούται εκ του Ομήρου όπου ο Φοίνιξ διηγείται τω Αχιλλεί ότι εβασίλευεν επί των Δολόπων, δόντος του Πηλέως=
Ναίον δ’ εσχατιήν Φθίης Δολόπεσσιν ανάσσων (Ομ. Ιλ. Ι, στ.484. ίδε και Στράβ. β. 9, σ.431).
πάντας δε ου μόνον τους υπό τον Αχιλλέα, αλλά και τους υπό τον Πρωτεσίλαον και τον Φιλοκτήτην, έτι δε και τους υπό τον Ευρύπυλον κατά την Μαγνησίαν ονομάζει Φθίους ο Όμηρος (Στράβ. β. 9, σ.432).
–Περί της χώρας ταύτης της Φθιώτιδος ολίγα γενικά περαιτέρω γνωρίζομεν.

ΟΡΗ.
ΟΙ΄ΤΗ· το όρος τούτο εκτείνεται από δυσμών προς ανατολάς επί των μεθορίων της Δωρίδος και των Αινιάνων. Η προς ανατολάς μέχρι των Θερμοπυλών συνέχεια της Οίτης εκαλείτο Καλλίδρομον. Η Οίτη συνέχεται αφ’ ενός μέρους μετά της Πίνδου προς το βορ-δυτικόν, και αφ’ ετέρου μετά του Παρνασσού προς το νότιον. είναι δε το όρος τούτο υψηλόν και ως ο Παρνασσός επίσης τραχύ, ανεπίδεκτον καλλιεργείας, και μόνον προς κτηνοτροφίαν επιτήδειον. Το μήκος αυτού λογίζεται 200 σταδίων, και παρά τας Θερμοπύλας καθίσταται υψηλότατον, διότι κατ’ εκείνο το μέρος κορυφούται και τελευτά προς οξείς και αποτόμους μέχρι της θαλάσσης κρημνούς· ολίγην δε μόνον απολείπει πάροδον τοις από της παραλίας εις τους Λοκρούς εκ της Θεσσαλίας εισερχομένοις, και η πάροδος αύτη εκαλείτο Πύλαι και Στενά και Θερμοπύλαι (Στράβ. β. 9, σ.428).· Όσοι ώκουν επί της Οίτης και παρά την Οίτην εκαλούντο Οιταίοι και η υπ’ αυτών οικουμένη χώρα Οιταία. Εξετείνετο δε η Οιταία εντός της Δωρίδος κατά το βόρειον και εντός της χώρας των Μαλιέων, και περιελάμβανεν εκ μεν της πρώτης τον Ακύφαντα τον και Πίνδον λεγόμενον, εκ δε της δευτέρας την Παρασωπιάδα και τους Οινειάδας και την Αντίκιρραν (Στράβ. β. 9, σ.434)., ώστε οι κάτοικοι των μερών τούτων ελέγοντο Δωριείς Οιταίοι, και Μαλιείς Οιταίοι ως κατοικούντες παρά την Οίτην.
–Κατά τον επί Ξέρξου Περσικόν πόλεμον, οπόταν ο Λεωνίδας μετά των τριακοσίων Σπαρτιατών παρέμεινεν κατά στενά των Θερμοπυλών, άνθρωπος Τραχίνιος γενόμενος οδηγός, περιήγαγε τον Υδάρνην μετά του στρατεύματος αυτού κατά την διά της Οίτης ατραπόν, ήν εφύλαττον χίλιοι Φωκείς, και ούτως οι Πέρσαι ηδυνήθησαν να κυκλώσωσι τους Έλληνας (Παυσ. Λακ. κ.4-Φωκ. κ. 20 ίδε Καλλίδρομον όρος).
–Κατά τάς αρχάς του έκτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου οι όμοροι των Οιταίων Τραχίνιοι πολεμούμενοι και φθειρόμενοι υπό των Οιταίων, έπεμψαν πρέσβυν τον Τισαμενόν εις Λακεδαίμονα, ζητούντες βοήθειαν· το αυτό πάσχοντες και οι Δωριείς αφ’ ετέρου μέρους υπό των αυτών, έπεμψαν και ούτοι συγχρόνως πρεσβείαν, δεόμενοι τα αυτά· οι δε Λακεδαιμόνιοι αναλαβόντες την υπεράσπισιν των Τραχινίων αφ’ ενός μέρους και των Δωριέων αφ’ ετέρου κατά των Οιταίων, έπεμψαν αποικίαν και ετείχισαν εκ νέου την πόλιν την ύστερον ονομασθείσαν Ηράκλειαν (Θουκυδ. β. 3, κ.92).
–Κατά δε το τέλος του δεκάτου εννάτου έτους του αυτού πολέμου ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Άγις ορμηθείς μετά του στρατεύματος αυτού εκ Δεκελείας, ετράπη προς τον Μαλιακόν κόλπον, και εκ παλαιάς έχθρας κατά των Οιταίων επέδραμε κατ’ αυτών και έλαβε πολλήν λείαν και πολλά χρήματα (Θουκυδ. β. 3, κ.3.).
–Κατά δε την επιστρατείαν του Βρέννου, την εβδόμην ημέραν αφ’ ής οι Γαλάται ηττήθησαν παρά την Ηράκλειαν, λόχος εκ του στρατεύματος αυτών επεχείρησε να ανέλθη δι’ ατραπού στενής και ανάντους επί του μετά τα ερείπια της Τραχίνος παρά την Ηράκλειαν μέρους της Οίτης, ελπίζοντες να διαρπάσωσι κατά την διάβασιν τον ναόν της Αθηνάς κείμενον υπεράνω της Τραχινίδος· αλλ’ οι έχοντες την φρουράν υπό τον Τελέσαρχον ενίκησαν τους βαρβάρους εν μάχη, καθ’ ήν όμως έπεσεν ο Τελέσαρχος (Παυσ. Φωκ. κ.22)· δύο ατραποί ήσαν επί της Οίτης· η μέν υπεράνω της Τραχίνος κατά το πλείστον απότομος και λίαν όρθιος· η δε διερχομένη διά της χώρας των Αινιάνων, ήν μάλλον διοδεύσιμος εις στρατόν, και δι’ αυτής ο Πέρσης Υδάρνης επέπεσε κατά των νώτων των περί τον Λεωνίδαν Ελλήνων· δι’ αυτής της ιδίας οι Ηρακλειώται και οι Αινιάνες υπέσχοντο να εισάγωσι τον Βρέννον εν τη Ελλάδι, ουχί σκοπεύοντες κακά κατά των Ελλήνων, αλλ’ ίνα απαλλαγώσιν αυτοί, και ίνα μη φθείρωσιν επί πλέον οι Κελτοί την χώραν αυτών ενδιατρίβοντες· τω όντι δε ο Βρέννος επί τη υποσχέσει ταύτη επιλεξάμενος εκ του στρατού αυτού τεσσαράκοντα χιλιάδας, διέβη την ατραπόν και κατέσχε τάς Θερμοπύλας (Παυσ. Φωκ. κ.22).
–Η κάτωθεν της Οίτης θάλασσα είναι τελματώδης και επικίνδυνος εις διάβασιν ((Παυσ. Αχ.. κ.15).
*Οίτη· η σειρά των Οιταίων ορέων εκτείνεται από του κατ’ ανατολάς υπεράνω των Θερμοπυλών Καλλιδρόμου, μέχρι της προς δυσμάς παρά το Καρπενήσιον κορυφής της καλουμένης Βελούχι (Τυμφρηστός). Ου πόρρω του Βελουχίου κατ’ αριστεράν φαίνεται η Υπάτη, κάτωθεν μιάς των υψηλοτέρων κορυφών της σειράς ταύτης (Λήκ. Τ.2. κ.10, σ.4). Μία των κορυφών της Οίτης υψούται άνωθεν της Υπάτης· επειδή δε η Υπάτη εκαλείτο μέχρι πρό ολίγου Νέαι Πάτραι και Οθωμανιστί Πατρατζίκι, λέγεται και η κορυφή αύτη κοινώς Πατριώτικον ή Πατρατζικιώτικον (βουνόν). Ο Στράβων λέγει ότι το προς Θερμοπύλας νενευκός μέρος της Οίτης είναι τραχύ και υψηλόν, υψηλότατον δε κατά τάς Θερμοπύλας (Στράβ. β. 9, σ.428)· ωσαύτως και ο Λίβιος λέγει το αυτό (Λιβ. β. 36 κ. 15).· αλλ’ αμφότεροι λανθάνονται κατά τούτο, διότι η κορυφή αύτη η λεγομένη Πατριώτικον ή Πατρατζικιώτικον υπερβαίνει πολύ το μέρος εκείνο κατά το ύψος· χάσμα μέγα χωρίζει την προς το νοτ-ανατολικόν κορυφήν του Πατριώτικου από υψηλοτάτων κρημνών ονομαζομένων Καταβόθρα και κειμένων ου πόρρω της δεξιάς όχθης του Σπερχειού της κατά την υπεράνω της Λαμίας διεύθυνσιν, και προς ανατολάς των βράχων της Τραχίνος ή Ηρακλείας (Λήκ. Τ.2. κ.10, σ.9).
Ο΄ΘΡΥΣ, το όρος τούτο κείται προς άρκτον της Φθιώτιδος, και ομορεί τω Τυμφρηστώ και τοις Δόλοψιν, εκείθεν δε παρατείνει εις τα πλησίον του Μαλιακού κόλπου, και οι πρόποδες αυτού συνάπτουσι μετά των Μαλιέων (Στράβ. β. 9. σ.433). Η κατ’ ανατολάς άκρα της Όθρυος χωρίζει τον Μαλιακόν κόλπον από του Παγασητικού, και καθ’ όσον πλησιάζει προς τον αιγιαλόν ταπεινούται.
*Αι κορυφαί της Όθρυος καθιστώσιν ήδη τα όρια μεταξύ Ελλάδος και της Οθωμανικής επικρατείας αρχόμενα από του χωρίου Σουρπίου και κατ’ αυθείαν γραμμήν απ’ ανατολών προς δυσμάς περατούμενα εις την κατά την Ακαρνανίαν Πούνταν (Άκτιον).
Η Όθρυς λέγεται κοιν. Γερακοβούνι· η κυρία αυτής κορυφή ήτις ονομάζεται Πίλορα, έχει ύψος 5.000 ποδών (Ρός).
ΤΥΜΦΡΗΣΤΟ΄Σ, προς δυσμάς της Όθρυος και της χώρας των Αινιάνων. Ο Τυμφρηστός ήν ως η συνέχεια της Όθρυος, μεθ’ ής συνήπτετο· εξ αυτού επήγαζεν ο Σπερχειός (Στράβ. β. 9, σ.428). Αι προς μεσημβρίαν πλευραί του Τυμφρηστού πίπτουσιν εντός της Επικτήτου Αιτωλίας και ήσαν τα προς την Δολοπίαν όρια.
*Βελούχι· κείται επί της κεφαλής της χώρας των Αγράφων και σύγκειται εκ γυμνών βράχων· μέρος αυτού ονομάζεται Σμόκοβον. Παρά τάς υπωρείας του Βελουχίου καθ’ άς αναβρύουσιν αι πηγαί του Σπερχειού και άλλων ποταμίσκων υπάρχουσι χωρία πολυάριθμα.

ΠΟΤΑΜΟΙ.
ΣΠΕΡΧΕΙΟ΄Σ· πηγάζων ο ποταμός ούτος εκ του όρους Τυμφρηστού, και από δυσμών προς ανατολάς διατρέχων την χώραν των Αινιάνων, δεχόμενος δ’ εκατέρωθεν πολλούς ποταμίσκους και ρύακας και παραρρέων την Αντίκιρραν, εξέδιδεν εις τον Μαλιακόν κόλπον παρά τάς Θερμοπύλας, μεταξύ Τραχίνος και Λαμίας ής απείχε 30 στάδια (Στράβ. β. 9, σ.428-Ίδε και Ηρόδοτ. β. 7, κ.198).
–Εμυθεύετο ότι ο Σπερχειός έσχεν υιόν τον Μενέσθιον εκ Πολυδώρας της Πηλέως. Ο Όμηρος μέμνηται του μύθου τούτου=
Της μεν ιής στιχός ήρχε Μενέσθιος αιολοθώρηξ,
Υιός Σπερχειοίο, Διϊπετέος ποταμοίο.
Όν τέκε Πηλήος θυγάτηρ, καλή Πολυδώρη·
Σπερχειώ ακάμαντι, γυνή θεώ ευνηθείσα (Ομ. Ιλ. Π, στ.178 κξ–ίδε και Στράβ. β. 9, σ.433).
*Σπερχειός, κοιν. Ελλάδα· ο ποταμός ούτος κατά πάντα τα δεδομένα φαίνεται ότι επί της εποχής του Περσικού πολέμου εξέδιδεν αμιγής εις την θάλασσαν κατά το σημείον της ακτής το σχεδόν καταντικρύ της Λαμίας· αλλ’ ήδη ου μόνον δέχεται εν αυτώ παρά τας εκβολάς αυτού τρείς άλλους ποταμίσκους, τον Γουργοπόταμον (Δύραν), τα Μαυρονέρια (Μέλανα) και τον Ασωπόν, αλλ’ ακολουθεί τον ρούν αυτού επί γραμμής παραλλήλου τη παρόδω των Θερμοπυλών, μετά έν μίλιον αγγλ. (20 λεπ.) από των θερμών πηγών, και σχηματίζει δέλτα εκ του πέραν της παρόδου διά της επισωρεύσεως της ιλύος και της άμμου νεουργηθέντος πεδίου, εξ ού η κεφαλή του κόλπου απεμακρύνθη της παλαιάς αυτής θέσεως κατά τρία ή τέσσαρα μίλια· εκ τούτου και πάσα η κατωτέρω πεδιάς, αν και διακοπτομένη υπό τελμάτων κατά πάσας τας ώρας του έτους και μόλις διαβατή κατά τον χειμώνα, παρέχει όμως κατά το θέρος οδόν διά μέσου αυτής από Ζητουνίου (Λαμίας) μέχρι του χωρίου Μώλου καταλείπουσαν δύο ή τρία μίλια μακράν κατά δεξιάν τάς Θερμοπύλας, εις άς η της παρόδου ονομασία ή ουδόλως ή ολίγον κατά την ώραν εκείνην του έτους εφαρμόζεται (Λήκ. Τ.2, κ.10, σ.11,12).
ΔΥ΄ΡΑΣ, ρέων μετά 20 στάδια από του Σπερχειού νοτίως και 20 από του Μέλανος βορείως, εξέδιδεν εις τον Μαλιακόν κόλπον. Εμυθεύετο ότι ο ποταμός ούτος ανεφάνη κατά πρώτον προς βοήθειαν του Ηρακλέους, επιχειρήσας να σβέση την πυράν αυτού καιομένου (Ηρόδοτ. β. 7, κ.198-Στράβ. 9, σ.428).
*Γουργοπόταμον· ο χείμαρρος ούτος καταρρέων εκ του μεταξύ της Καταβόθρας και του Πατριώτικου όρους μεγάλου χάσματος της Οίτης και ενούμενος μετά των Μαυρονερίων (Μέλανος), εκδίδει εις τον Σπερχειόν· το πάλαι δε δι’ ιδιαιτέρου ρεύματος εξέδιδεν εις την θάλασσαν. Το Γουργοπόταμον είναι διαυγές, οξύρρουν και αένναον· ρέον δε διά μέσου του Μοσχοχωρίου, ενούται μετά του Σπερχειού 40 λεπτά κάτωθεν του ειρημένου χωρίου (Ηρόδοτ. β. 7, κ.198-Λήκ. Τ.2, κ.10, σ.24, 26).
ΜΕ΄ΛΑΣ· μετά 20 στάδια από του προειρημένου ποταμού Δύρου νοτίως, και 5 στάδια από της πόλεως Τραχίνος εξέδιδεν ο Μέλας εις την θάλασσαν του Μαλιακού κόλπου (Ηρόδοτ. β. 7, κ.198,199-Στράβ. 9, σ.428).
*Μαυρονέρια· εκ της ενώσεως διαφόρων πηγών εκβλυζουσών υποκάτωθεν βράχων μορφούνται δύο ρύακες εξ ών συγκιρνωμένων αποτελείται ο ποταμίσκος ούτος ο το πάλαι Μέλας, ήδη δε Μαυρονέρια καλούμενος, και ρέων διά του πεδίου κατά την προς το Μοσχοχώρι διεύθυνσιν, συνενούται μετά του Γουργοποτάμου ολίγον υπεράνω του ειρημένου χωρίου· αμφότεροι δε ομού εισβάλλουσιν εις τον Σπερχειόν· ο Μέλας ως και ο Δύρας είχε το πάλαι ιδιαίτερον αυτού ρούν προς την θάλασσαν (Λήκ. Τ.2, κ.10, σ.25).
ΑΣΩΠΟ΄Σ· το όρος το περικυκλούν την Τραχινίαν χώραν είχε διασφάγα προς το μεσημβρινόν της Τραχίνος, και διά της διασφάγος ταύτης ρέων ο Ασωπός παρά τους πρόποδας του όρους, και παραλαμβάνων τον ποταμίσκον Φοίνικα, εξέδιδεν εις την Θάλασσαν του Μαλιακού κόλπου παρά την πόλιν Ανθήλην (Ηρόδοτ. β. 7, κ.199,200-Στράβ. 9, σ.428). Το από του Ασωπού εις τάς Θερμοπύλας διάστημα ήν 15 σταδίων (Στράβ. β. 9, σ.428).
–Η Ανόπαια, ήτοι η ατραπός δι’ ής ο Εφιάλτης ωδήγησε τους Πέρσας κατά των Ελλήνων αρχομένη από του Ασωπού τούτου, ετελεύτα εις τον Αλπηνόν (Ίδ. Καλλίδρομον όρος).
*Καρβουναριά· ο ποταμός ούτος ός το πάλαι έρρεε κατ’ ευθείαν εις την θάλασσαν ήδη εισβάλλει εις τον Σπερχειόν, ολίγον κάτωθεν του πανδοχείου του λεγομένου της Αλαμάνας (Λήκ. Τ.2, κ.10, σ.32).
ΦΟΙΝΙΞ, ποταμίσκος καταρρέων εκ των ορών και συμβάλλων τω Ασωπώ κατά μεσημβρίαν, και συνεκδιδούς αυτώ εις την θάλασσαν μετά 15 στάδια από των Θερμοπυλών παρά την εν μέσω κειμένην πόλιν Ανθήλην. Κατά τον Φοίνικα ποταμόν ήν το έν εκ των δύο στενοτάτων μερών των Θερμοπυλών ένθα μία μόνον υπήρχεν οδός χειροποίητος και μια μόνον αμάξη διοδευτή (Ηρόδοτ. β. 7, κ.200-Στράβ. β. 9, σ.428-Ίδ. Καλλίδρομον όρος.). Ο Φοίνιξ ωνομάσθη από του ήρωος Φοίνικος ού ο τάφος εδείκνυτο παρά τον ποταμόν (Στράβ. β. 9, σ.428).
ΑΧΕΛΩ΄ΟΣ, ποταμίσκος ρέων πλησίον της Λαμίας· οι παρ’ αυτώ οικούντες ελέγοντο Παραχελωΐται (Στράβ. β. 9, σ.434).

ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΑΧΑΙΪΔΟΣ.
ΠΤΕΛΕΟ΄Ν, πόλις παραθαλάσσιος επί κόλπου, κατά το δυτ. βόρειον του Αντρώνος· μνημονεύεται υπό του Ομήρου εν τω καταλόγω=
………………ηδέ Πτελεόν λεχεποίην (Ομ. Ιλ. Β, στ. 697).
Ο Στράβων αναφέρει το Πτελεόν μετά τον Αντρώνα (Στράβ. β. 9, σ.435), και λέγει ότι απείχε της πόλεως Άλου 110 σταδίους (Στράβ. β. 9, σ.433).
ΑΝΤΡΩ΄Ν ο και η, έτι δε και οι ΑΝΤΡΩ΄ΝΕΣ ως λέγει ο Στράβων ότι επ’ αυτού πληθυντικώς ελέγετο (Στράβ. β. 9, σ.432), πόλις μικρά παράλιος κατά το ανατ-νότιον του Πτελεού· μνημονεύεται υπό του Ομήρου=
Αγχίαλόν τ’ Αντρών, ηδέ Πτελεόν λεχεποίην (Ομ. Ιλ. Β, στ. 697).
Μέχρι του Αντρώνος εξετείνετο η επικράτεια του Αχιλλέως· ο δε Αντρών αυτός περιείχετο εν τη του Πρωτεσιλάου. Κατά τον Αντρώνα εν τώ προς τη Ευβοία πόρω ήν σκόπελος Όνος Αντρώνος καλούμενος (Στράβ. β. 9, σ.435).
ΛΑ΄ΡΙΣΣΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗ΄ η αυτή και ΠΕΛΑΣΓΙΆ, πόλις απέχουσα 20 στάδια της παραλίας προς ανατολάς του όρους Όθρυος (Στράβ. β. 9, σ.435-Στέφ. Βυζ. Λάρισσα) και προς δυσμάς του Αντρώνος· η ονομασία Λάρισσα και η επωνυμία Πελασγία δεικνύουσι σαφώς ότι ήν αποικία Πελασγών και πιθανώς η πρωτεύουσα της επικρατείας του Φθίου (Ρ. Ροχετ. Αποικ. Ελλ. Τ.1. β.2, κ.4, σ.178). Η Λάρισσα αύτη ήν εύϋδρος και αμπελόφυτος (Στράβ. β. 9, σ.440)· είχε δε και ακρόπολιν επί ύψους. Παρά την παραλίαν ήν νησίδιον ΜΥΟ΄ΝΝΗΣΟΣ (Στράβ. β. 9, σ.449).
ΑΛΟ΄ΠΗ, πόλις μνημονευομένη υπό του Ομήρου ως μία των υπό τον Αχιλλέα=
Οίον τ’ Άλον, οίτ’ Αλόπην, οίτε Τρηχίν’ ενέμοντο (Ομ. Ιλ. Β, στ.682).
Ο Στράβων μόνον το όνομα της Αλόπης αναφέρει (Στράβ. β. 9, σ.427). Έκειτο ου πόρρω της παραλίας, κατά το νοτ-δυτικόν της Κρεμαστής Λαρίσσης.

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΩΝ ΛΑΜΙΕΩΝ.
ΛΑΜΙ΄Α, πόλις οχυρά απέχουσα, κατά τον Στράβωνα, περί 30 σταδίους (της αριστεράς όχθης) του Σπερχειού, και υπερκειμένη πεδίου καθήκοντος επί τον Μαλιακόν κόλπον (Στράβ. β. 9, σ.433). Ο δε Λίβιος περιγράφει αυτήν ως κειμένην επί ύψους, επί της εκ Θερμοπυλών διά των στενών της Φθιώτιδος εις Θαυμακούς αγούσης οδού, και απέχουσαν επτά μιλ. Ρωμ. της Ηρακλείας η ήν κάτοπτος απ’ αυτής (Λίβ. β. 36, κ.25-β. 32, κ.4).
–Η Λαμία κατέστη αξιόμνηστος διά την άμα μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου 323 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων και Μακεδόνων κατά προτροπήν του Δημοσθένους μάχην καθ’ ήν υπερτερούντων το πρώτον των Αθηναίων, ο Αντίπατρος κατεκλείσθη εν Λαμία πολιορκούμενος, αλλά μετ’ ολίγον φονευθέντος του στρατηγού των Αθηναίων Λεωσθένους, και ελθόντος εξ Ασίας πολυαρίθμου στρατεύματος υπό τον Κρατερόν, οι Μακεδόνες εκδραμόντες της πόλεως και πολεμήσαντες, ετρόπωσαν τους Αθηναίους, και τους συμμαχούντας αυτοίς Αιτωλούς (Διόδ. Σικ. β. 18, κ.1, κξ-Πολύβ. β. 9, κ.29-Αρριαν. παρά Φωτ. κώδ. 92.-Στράβ. β. 9, σ.433-Παυσ. Αχ. κ.6, 10-Αττ. κ.8-Πλούταρχ. ει; Δημοσθένην). Ωνομάσθη δε ο πόλεμος ούτος Λαμιακός πόλεμος. Εν τη μάχη ταύτη απέθανον, κατά τον Διόδωρον, εκ μέν των Ελλήνων πλείους των πεντακοσίων, εκ δε των Μακεδόνων τριάκοντα και εκατόν (Διόδ. Σικ. β. 18, κ.17)· ο δε Παυσανίας, ός αποδίδει την συμφοράν των Αθηναίων εις την επίβουλον προς τον Αντίπατρον προτροπήν του ρήτορος Δημάδους και των άλλων εν Αθήναις προδοτών, λέγει=
«Αθηναίοι γάρ μετά το ατύχημα το εν Βοιωτοίς ουκ εγένοντο Φιλίππου κατήκοοι, αλόντων μέν σφισι δισχιλίων, ως εκρατήθησαν παρά το έργον, χιλίων δε φονευθέντων· εν Λαμία δε περί διακοσίους πεσόντων, και ου πλέον τι, Μακεδόσιν εδουλώθησαν» (Παυσ. Αχ. κ.10).
–Εν έτει 191 π.Χ. η Λαμία επολιορκήθη υπό του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου του Δημητρίου· ο Λίβιος διηγούμενος την περίστασιν ταύτην, λέγει ότι διά το πετρώδες της χώρας της Λαμίας οι Μακεδόνες προώδευσαν κατά ταύτην την πολιορκίαν βραδύτερον ή το άλλον Μακεδονικόν στράτευμα το πολιορκούν συγχρόνως την Ηράκλειαν κατά το απέναντι μέρος του πεδίου (Λίβ. β. 36, κ.15).
–Κατά το εφεξής έτος οι Ρωμαίοι είλον την Λαμίαν διά του στρατηγού αυτών Μανίου Ακιλίου Γλαβρίου (Λίβ. β. 37 κ.5.)
*Λαμία, κοιν. Ζητούνιον. Τα μόνα υπό του Ληκίου ευρεθέντα εκ της αρχαίας Λαμίας εισί θραύσματά τινα των τειχών της ακροπόλεως καθιστώντα μέρος του νεωτέρου φρουρίου, και τινα μικρά λείψανα των τειχών της πόλεως, ά ήσαν κατεσκευασμένα κατά το τρίτον είδος της αρχιτεκτονικής, παρά τους πρόποδας του λόφου, πέραν του άκρου της νεωτέρας πόλεως προς ανατολάς. Κατά το απέναντι μέρος της πόλεως στρέφονται από μικρού και οξύρροος ποταμού δεκατέσσαρες υδρόμυλοι κείμενοι ο είς υπεράνω του άλλου επί της κατωφερείας του λόφου.
–Η Λαμία ήν γνωστή διά τα αργυρά αυτής νομίσματα (Λήκ. Τ.2, κ.10, σ.3).
–Ο περιηγητής Παύλος Λουκάς εύρε πρό καιρού εν Ζητουνίω την εξής επιγραφήν αποδεικνύουσαν την ταυτότητα της Λαμίας: «Πόλις Σεβαστήων Λαμιέων Μνασιλαΐδαν Παραμόνου αρετής ένεκεν και ευνοίας της εις αυτήν» (Παυλ. Λουκ. Περιηγ. εις Ελλάδ. κ.τ.λ, Τ.1, σ.405-ίδ. Λήκ Τ.2, κ.10, σ.3).
–Εν Λαμία υπάρχει γυμνάσιον και σχολείον Ελληνικόν έχον διδασκάλους Α΄, Β΄ και Γ΄ τάξεως, και έτερον σχολείον δημοτικόν, και εφορία οικονομική Α΄. τάξεως και ταμείον ωσαύτως Α΄. τάξεως, και τελωνείον, και δασαρχείον, και πρωτοδικείον, και συμβολαιογραφείον.
ΦΑ΄ΛΑΡΑ, πόλις μικρά παράλιος κατά το ανατ-νότιον της Λαμίας ής ήν το επίνειον. Κατά τον Στράβωνα τα Φάλαρα απείχον των εκβολών του Σπερχειού 20 στάδια (Στράβ. β. 9, σ.435). Αναφέρεται η πόλις και υπό του Στεφάνου (Στέφ. Βυζ. Φάλαρα). Εις Φάλαρα υπάρχει σχολείον δημοτικόν Β΄ τάξεως.
*Η Στυλίδα, ήτις είναι ο λιμήν του Ζητουνίου φαίνεται ότι κείται επί της θέσεως των Φαλάρων (Λήκ Τ.2, κ.10, σ.4, 20). Εις Στυλίδα υπάρχει σχολείον δημοτικόν Β΄ τάξεως.
ΕΧΙ΄ΝΟΣ, πόλις μικρά ολίγον απέχουσα της θαλάσσης κατ’ ανατολάς των Φαλάρων. Αναφέρεται υπό του Στράβωνος (Στράβ. β. 9, σ.433, 435) και Σκύμνου του Χίου (Σκύμν. Χίος στ΄ 602).
*Κοιν. Αχινός.

ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΛΙΔΟΣ Η΄ ΜΗΛΙΔΟΣ.
ΑΝΤΙ΄ΚΙΡΡΑ και ΑΝΤΙΚΥ΄ΡΑ, πόλις κατά τας ανατολικάς υπωρείας της Οίτης, ού πόρρω του μυχού του Μαλιακού κόλπου, κατά το νότιον της Λαμίας και το νοτ-ανατολικόν της Υπάτης, επί της δεξιάς όχθης του Σπερχειού (Ηρόδοτ. β. 7, κ.198-Στράβ. β. σ.416). Εν τη Αντικίρρα ταύτη τη Θεσσαλική εφύετο ο κάλλιστος ελλέβορος, εν δε τη Φωκική κατεσκευάζετο βέλτιον, διότι εγίνετο εκεί σησαμοειδές τι φυτόν, μεθ’ ού αναμιγνυόμενος εσκευάζετο ο Οιταίος ούτος ελλέβορος· όθεν και πολλοί επήρχοντο εκείσε χάριν καθάρσεως και θεραπείας (Στράβ. β. 9, σ.428).
–Αντικιρρεύς τις εθεράπευσε ποτέ την μανίαν του Ηρακλέους δι’ ελλεβόρου· όθεν επεκράτησε παροιμία, Αντικίρρας σοι δεί, επί των παραφρονούντων (Αιλιαν. Ποικ. ιστ. β. 12, κ.51).
–Ο Ηρόδοτος συμπεριλαμβάνων βεβαίως και την χώραν των Λαμιέων εν τη Φθιώτιδι Αχαιΐδι, λέγει ότι ο εξ Αχαΐας ερχόμενος εις τον κόλπον πρώτην πόλιν απαντά την Αντικύραν (Ηρόδοτ. β. 7, κ.198).
ΤΡΑΧΙ΄Σ ή ΤΡΑΧΙ΄Ν, πόλις μεταξύ της Οίτης και του Μαλιακού κόλπου, μικρόν από των Θερμοπυλών Β.Δ. και κατ’ απόστασιν 5 σταδίων από της δεξιάς όχθης του Μέλανος ποταμού (Ηρόδοτ. β. 7, κ.199). Η Τραχίς μνημονεύεται υπό του Ομήρου ως μία των υπό τον Αχιλλέα πόλεων=
Οίον τ’ Άλον, οίτ’ Αλόπην, οίτε Τρηχίν’ ενέμοντο (Ομ. Ιλ. Β, στ.682)
αναφέρεται και υπό του Ευριπίδου=
Ου γάρ τι Τραχίς εστίν……………….. (Ευριπίδ. Ηρακλειδ. στ. 193)
Το μέρος ένθα έκειτο η Τραχίς ήν το πλατύτατον πάσης ταύτης της μεταξύ των ορέων και της θαλάσσης χώρας, ούσης της πεδιάδος είκοσι δύο χιλιάδων πλέθρων· κατά δε μεσημβρίαν της Τραχίνος εκ διασφάγος όρους περί την Τραχινίαν έρρεεν ο ποταμός Ασωπός (Ηρόδοτ. β. 7, κ.199).
–Αι λεγόμεναι Τραχίνιαι πέτραι περιεκύκλουν πάσαν την Μηλίδα, ως ο Ηρόδοτος λέγει: «Ούρεα υψηλά και άβατα περικληΐει πάσαν την Μηλίδα γήν, Τραχίνιαι πέτραι καλεόμεναι» ((Ηρόδοτ. β. 7, κ.198). Κατά την εισβολήν των Περσών εις την Ελλάδα, ο Ξέρξης ελθών εκ Θεσσαλίας και Αχαΐας εις Μηλίδα, παρέταξε τον στρατόν αυτού εν Τραχινία, οι δε Έλληνες παρέμενον εν Θερμοπύλαις· και ο μέν βασιλεύς είχε πάντα τα προς βορράν μέρη μέχρι της Τραχίνος, οι δε Έλληνες τα μεσημβρινά της ηπείρου ταύτης (Ηρόδοτ. β. 7, κ.201).
–Μετά παρέλευσιν 54 ετών από της εκστρατείας των Περσών και των περιστάσεων αυτής των περιγραφομένων ακριβώς υπό του Ηροδότου, ό εστί κατά το 6ον έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, και το 420 π.Χ. εξαιτησαμένων συγχρόνως των Τραχινίων και των Δωριέων βοήθειαν παρά των Λακεδαιμονίων κατά των Οιταίων, οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν αποικίαν και αντί της Τραχίνος έκτισαν και ετείχισαν νέαν πόλιν την Ηράκλειαν (Θουκυδ. β. 3, κ.92-Ίδε Οίτη όρος και Ηράκλεια πόλις) Ολ. 88,3· ή, κατά τον Ευσέβιον, Ολ, 89,4 (Ίδε Χρονικ. 2, σ.133).
ΗΡΑ΄ΚΛΕΙΑ, πόλις κτισθείσα υπό των Λακεδαιμονίων αντί της πόλεως Τραχίνος (ίδ. ανωτ. Τραχίς) εν αποστάσει όσον έξ σταδίων απ’ αυτής (Στράβ. β. 9, σ.428), απέχουσα δε 40 στάδια των Θερμοπυλών και 20 της θαλάσσης (Θουκυδ. β. 3. κ.92), όπερ, υποτιθεμένου ακριβούς του αριθμού των 20 σταδίων, εμφαίνει ότι τότε η θάλασσα καθήκεν έτι μέχρι του προς δυσμάς πέρατος των υφωμάτων των Θερμοπυλών.
–Οι Λακεδαιμόνιοι προθύμως ενέδωκαν τη αιτήσει των Τραχινίων και των Δωριέων του να λάβωσι βοήθειαν παρ’ αυτών κατά των Οιταίων (Ίδ. Τραχίς), διότι ο πρόγονος αυτών Ηρακλής ώκησε κατά τους αρχαίους χρόνους εν Τραχίνι, και λαβόντες εν πρώτοις την επευδόκησιν του εν Δελφοίς Θεού, και αποφασίσαντες να καταστήσωσι μεγάλην την εκ της κακώσεως των Οιταίων ερημωθείσαν πόλιν, εξέπεμψαν τετρακισχιλίους οικήτορας εκ των Λακεδαιμονίων και των Πελοποννησίων και εξακισχιλίους εκ των άλλων Ελλήνων (εκτός Ιώνων και Αχαιών) τους βουλομένους να μετάσχωσι της αποικίας, και καταστήσαντες την Τραχίνα μυρίανδρον, και κατακληρουχήσαντες την χώραν, ωνόμασαν την πόλιν Ηράκλειαν (Ολ. 88, 4), και παρεσκεύασεν και νεώρια κατά Θερμοπύλας κατ’ αυτό το στενόν, ίνα ώσιν ευφύλακτα (Διοδ. Σικ. β. 42, κ. 59-Θουκυδ. β. 3, κ.92). Αρχηγοί της αποικίας ήσαν τρείς Σπαρτιάται καλούμενοι υπό του Θουκυδίδου, Λέων, Αλκίδας και Δαμάγων. Εθεώρουν δε οι Λακεδαιμόνιοι την αποκατάστασιν της πόλεως ταύτης συμφέρουσαν προς τον κατ’ Αθηναίων πόλεμον, διότι κατασκευαζομένου ναυτικού κατά της Ευβοίας, η διάβασις ήν βραχεία, και συνετέλει ενταυτώ και εις την προς την Θράκην πάροδον (Θουκυδ. β. 3, κ.92). Της πόλεως ταύτης συνοικιζομένης, οι Αθηναίοι εφοβήθησαν το πρώτον, νομίσαντες ότι ο σκοπός ήν κυρίως κατά της Ευβοίας διά το βραχύ του διάπλου προς το Ευβοϊκόν ακρωτήριον Κήναιον· αλλ’ έπειτα το πράγμα απέβη παρά την δόξαν αυτών, και ουδέν δεινόν εγένετο προς αυτούς εκ της αποικίας ταύτης· διότι το μεν πρώτον οικιζόντων των Λακεδαιμονίων, πάς τις νομίζων βεβαίαν την πόλιν, ήρχετο θαρσαλέως και εγένοντο πάνυ πολλοί οι κάτοικοι· αλλ’ αφ’ ενός μέρους οι Θετταλοί έχοντες δύναμιν επί των τόπων τούτων, και επί της γής εφ’ ής εκτίζετο η πόλις, και φοβούμενοι μη οι παροικήσαντες γένωνται ισχυροί, έφθειραν, διαπαντός πολεμούντες, ανθρώπους νεοκαταστάτους, έως ού εξετρύχωσαν αυτούς, και αφ’ ετέρου οι εκ της Σπάρτης υπό το όνομα αρμοσταί ερχόμενοι άρχοντες των Λακεδαιμονίων αυτών ουχ’ ήττον έφθειρον τα πράγματα, και κατέστησαν την πόλιν εις ολιγανθρωπίαν, εκφοβίσαντες τους πολλούς διά της αυστηράς και κακής διοικήσεως, ώστε οι πρόσοικοι ενίκων αυτούς ευκολώτερον (Θουκυδ. β. 3, κ.98). Μετά καιρόν γενομένης στάσεως εν Ηρακλεία, οι Λακεδαιμόνιοι εξέπεμψαν τον Ηριπίδαν ίνα καταστήση τα πράγματα· ούτος δε παραγενόμενος εις Ηράκλειαν, συνήγαγεν εις εκκλησίαν τον λαόν, και περιστήσας στρατιώτας, συνέλαβε τους αιτίους, και απέκτεινε πάντας, όντας περίπου πεντακοσίους (Ξενοφ. Ελλην. β. 1 κ. 2).
–Περί δε τα τέλη του δωδεκάτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου τα προσοικούντα έθνη, Αινιάνες, και Δόλοπες, και Μαλιείς, και Θετταλών τινάς εκίνησαν πόλεμον κατά των Ηρακλειωτών και ενίκησαν αυτούς, και ο Κνίδιος Ξενάρης, ο άρχων των Λακεδαιμονίων απέθανεν εν τη μάχη, και άλλοι των Ηρακλειωτών διεφθάρησαν (Θουκυδ. β. 5, κ.51). Μετ’ ολίγον δε εκ των Ελλήνων των συμμαχησάντων τω δυναστεύοντι της εν Θεσσαλία Λαρίσσης Μηδίω κατά του τυράννου των Φερών Λυκόφρονος, οι Βοιωτοί και οι Αργείοι χωρισθέντες από του Μηδίου, κατέσχον την Ηράκλειαν, εισαχθέντες υπό τινων διά νυκτός εντός των τειχών, και απέσφαξαν ‘οσους των Λακεδαιμονίων κατέλαβον· τους δε άλλους Πελοποννησίους αφήκαν να απέλθωσιν έχοντες και τα εαυτών. Μεταπεμπόμενοι δε τους υπό των Λακεδαιμονίων φυγαδευθέντας των πατρίδων αυτών Τραχινίους οί και παλαιότατοι της χώρας ταύτης ήσαν κάτοικοι, έδωκαν αυτοίς την πόλιν ίνα κατοικώσιν εν αυτή. Και τούτων γενομένων, ο αρχηγός των Βοιωτών Ισμηνίας κατέλειπεν εν τη πόλει τους Αργείους φυλακής ένεκα· ταύτα εγένοντο κατά το δεύτερον έτος της εννενηκοστής έκτης Ολυμπιάδος (Διόδ. Σικ. β. 14. κ.82).
–Κατά δε το δεύτερον έτος της εκατοστής εικοστής  πέμπτης Ολυμπιάδος, άρχοντος εν Αθήναις του Αναξικράτους, 279 π.Χ. ο Βρέννος ερχόμενος εκ Μακεδονίας, επέταξε τοις οικούσι περί τον Μαλιακόν κόλπον να κατασκευάσωσι γεφύρας επί του Σπερχειού, όπερ προθύμως ετέλεσαν διά τον φόβον εκείνου, και ίνα απέλθωσιν εκ της χώρας αυτών οι βάρβαροι, και μη κακουργώσιν επί πλέον μένοντες· ως δε διεβίβασεν εκείνος την στρατιάν διά των γεφυρών, εχώρει προς την Ηράκλειαν· και διήρπασαν μέν τα της χώρας οι Γαλάται, και ανθρώπους τους επί των αγρών εγκαταλειφθέντας εφόνευσαν· την δε πόλιν δεν εδυνήθησαν να κυριεύσωσι, διότι πρό ενός έτους οι Αιτωλοί αναγκάσαντες τους Ηρακλειώτας να συντελώσιν εις το Αιτωλικόν, εμάχοντο τότε ως περί πόλεως ουδέν τι μάλλον προσηκούσης τοίς Ηρακλειώταις ή και αυτοίς τοίς ιδίοις· και τότε οι Γαλάται καταλιπόντες την Ηράκλειαν, εισήλθον εις Θερμοπύλας ένθα πολεμήσαντες κατετροπώθησαν υπό των εκεί παρατεταγμένων Ελλήνων (Παυσ. Φωκ. κ.21).
–Μετά δε την εν Θερμοπύλαις ήτταν των Αιτωλών και του συμμαχούντος αυτοίς βασιλέως της Συρίας Αντιόχου του Μεγάλου (Ίδ. Αιτωλία), 191 π.Χ. η Ηράκλεια πολιορκηθείσα εάλω ως και η Υπάτη υπό των Ρωμαίων διά του Υπάτου και στρατηγού αυτών Μανίου Ακιλίου Γλαβρίου (Τ. Λίβ. β. 36, κ.22, 24).
–Η χώρα της Ηρακλείας ως και της ποτέ Τραχίνος περιέγραφε τον μυχόν του Μαλιακού και του Λαμιακού λεγομένου κόλπου· έκειτο δε ο κόλπος ούτος απέναντι της βορ-δυτικής πλευράς της Ευβοίας, και εσχηματίζετο εκ των παραλίων των Επικνημιδίων Λοκρών, των Μαλιέων και των Λαμιέων, αφ’ ών και ωνομάσθη· ο κόλπος ούτος ήν τελματώδης παρά τάς Θερμοπύλας (Παυσ. Αττ. κ.4 – Φωκ. κ.1).

ΠΟΛΕΙΣ ΤΩΝ ΑΙΝΙΑΝΩΝ.
ΥΠΆΤΗ και Υ΄ΠΑΤΑ (Στέφ. Βυζ. Υπάτη), πόλις μικρόν απέχουσαν της δεξιάς όχθης του Σπερχειού, πρωτεύουσα, ως εικάζεται, της χώρας των Αινιάνων. Περί της αρχής της πόλεως ταύτης ουδέν υπ’ ουδενός των αρχαίων αναφέρεται, και επομένως ουδέν γνωρίζομεν· κατά πρώτον βλέπομεν αυτήν υπό την Αιτωλικήν εξουσίαν, αφ’ ότου οι Αιτωλοί εκταθέντες, είλον 278 π.Χ. την Ηράκλειαν και πάντας τους περί τον Σπερχειόν τόπους, εν οίς και την Υπάτην, ή και άπαξ ποτέ εγένετο έδρα του Αιτωλικού συνεδρίου (Τ. Λιβ. β. 36, κ.28–Πολύβ. Legat. 13), έως ού αμφότεραι ή τε Ηράκλεια και η Υπάτη πολιορκηθείσαι εάλωσαν παρά των Ρωμαίων 192 π.Χ. (Ίδε Αιτωλία και Ηράκλεια). Κατά τον Λίβιον η Υπάτη έκειτο επί του Σπερχειού ου πόρρω των Θερμοπυλών, και οι Ρωμαίοι αφίχθησαν εν δυσίν ημέραις εκ Θαυμακών εις τον Σπερχειόν, και εκείθεν κατέσχον την χώραν των Υπαταίων, και εξώρισαν ογδοήκοντα των πρωτίστων κατοίκων (Τ. Λιβ. β. 36, κ.14, και β. 41 κ.26), εξ ού φαίνεται ότι η Υπάτη ήν πόλις ουχί των επισήμων. Εν τη πόλει ταύτη εξέδωκεν ο Απουλέϊος το περί του χρυσού όνου αλληγορικόν αυτού μυθιστόρημα (Απουλέϊος περί χρυσ. ον.), εν ώ καταφαίνεται η της πόλεως ταύτης σπουδή περί τας γνωστάς Θεσσαλικάς μαγικάς τέχνας, εν αίς και ο Οιταίος ελλέβορος κατείχεν ου μικρόν μέρος (Θεόφραστ. περί Φυτ. Ιστ. β. 9, σ. κ.11), και δι’ ών ενόμιζον ότι αι Θεσσαλαί φαρμακεύτριαι κατεβίβαζον εξ ουρανού τους αστέρας και την σελήνην (Οράτ. Επωδ. 5 – Πλίν. Φυσ. Ιστ. β. 30, κ.1). Ο Ηλιόδωρος αναφέρει την Υπάτην, λέγων ότι έκειτο πέραν της Οίτης, κατά τάς υπωρείας αυτής (Ηλιόδωρ. Αιθιοπικά β. 2).
–Η πόλις αύτη, ήτις κατά τον μεσαίωνα μετωνομασθείσα Νέαι Πάτραι και έχουσα και αρχιερέα Νέων Πατρών, υπέκειτο τώ δεσπότη της δυτικής Ελλάδος, εάλω κατά την δεκάτην τετάρτην εκατονταετηρίδα υπό των Καταλάνων, και απετέλεσε μέρος του δουκάτου των Αθηνών υπό τους Ισπανούς βασιλείς της Σικελίας έως ού της Θεσσαλίας πάσης κατακτηθείσης υπό των Οθωμανών, συγκατεκτήθη και αύτη και έλαβε τότε το Οθωμανικόν όνομα Πατρατζίκι (Μικραί Πάτραι).
–Η χώρα των Αινιάνων έκειτο μεταξύ των ορέων Όθρυος και Οίτης και ωρίζετο κατ’ άρκτον υπό μέρους της Δολοπίας και της Αχαιΐδος Φθιώτιδος, κατ’ ανατολάς υπό των Λαμιέων και των Μαλιέων, κατά μεσημβρίαν υπό της Επικτήτου Αιτωλίας και της Δωρίδος, και κατά δυσμάς υπό της εν Δολοπία Δρυοπίδος· ο Σπερχειός διέτρεχεν άπασαν την χώραν από δυσμών προς ανατολάς· η δε γή, και μάλιστα η παρά τον Σπερχειόν εκατέρωθεν πεδιάς, ήν ευφορωτάτη.
*Η πόλις Υπάτη, αφ’ ού, ως είρηται, μετέβαλε δίς ονομασίαν, κληθείσα Νέαι Πάτραι και ύστερον Πατρατζίκι, ανέλαβε και πάλιν το αρχαίον αυτής όνομα και καλείται ήδη Υπάτη. Κείται δε η νέα πόλις ακριβώς επί της θέσεως της αρχαίας, και είναι ωκοδομημένη εν μέρει επί κορυφής μακράς και πετρώδους κατωφερείας, ομοίας τη κάτωθεν του όρους Καταβόθρα, και εν μέρει εφ’ ετέρας κορυφής εγειρομένης κατά τα όπισθεν της ειρημένης κατωφερείας και περατουμένης εις τραχείαν, μεμονωμένην και οξυκατάληκτον άκραν. Επί του ύψους τούτου εύρεν ο Λήκιος φρούριον μικρόν κατερειπωμένον, οικοδόμημα της κατωτάτης Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, ή ίσως έργον των Καταλάνων του δεκάτου τετάρτου αιώνος (Ίδε ανωτ.). Εκατέρωθεν του ύψους εφ’ ού κείται η πόλις ρέει ρεύμα εντός φάραγγος, και του μέν προς δυσμάς το κύτος είναι αμμώδες, το δε προς ανατολάς σκιάζεται υπό πλατάνων και αρδεύει κήπους πολλούς πέριξ προαστείου κειμένου κάτωθεν του ύψους κατά τούτο το μέρος· Τα ρεύματα ταύτα ρέοντα διά παντός κατά χειμώνα και κατά θέρος, στρέφουσι πολλούς υδρομύλους και αρδεύουσι τάς κατά το πεδίον εμφυτεύσεις. Το υψηλόν της θέσεως, οι πέριξ κήποι και τα περιρρέοντα ύδατα καθιστώσι την Υπάτην χαριεστάτην (Ληκ. Τ.2. κ.10, σ.14-16). Ου πόρρω της πόλεως υπάρχουσι θερμά ιαματικά ύδατα. Η Υπάτη έχει σχολείον Ελληνικόν δευτέρας τάξεως και άλλο δημοτικόν και δασονομείον και ειρηνοδικείον και συμβολαιογραφείον.».---

Ακολουθεί Πίνακας με τους Δήμους και τα χωριά της Επαρχίας Φθιώτιδος



Πηγές Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή:
Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, «Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσειαν».
Λουκά Παύλου (Paul Lucas), Voyage du Sieur paul Lucas, fait par ordre du Roi dans la Grèce, l'Asie Mineure, la Macédoine et l'Afrique, Nicolas Simart, Paris, 1712.
Ραούλ Ροχετ, Αποικίαι Ελληνικαί: Raoul-Rochette, istoire critique de l' établissement des colonies grecques, Paris 1815.



ΠΗΓΗ
[Μετά τον εντοπισμό της πηγής στην ψηφιακή βιβλιοθήκη ΑΝΕΜΗ διαπιστώθηκε ότι, όσον αφορά την επαρχία Φθιώτιδος, δεν υπήρχαν στο βιβλίο οι σελίδες 644, 645, 654 και 655. Στην δε σελίδα 651 υπήρχαν μόνο οι κάθετες γραμμές και οι αριθμοί. Μετά από αυτό αναζητήθηκε η έντυπη μορφή του βιβλίου, εξαιρετικά δυσεύρετη σήμερα, σε δημόσιες βιβλιοθήκες. Μέσω της Βιβλιοθήκης του Δήμου Θεσσαλονίκης (παλιά συλλογή), εντοπίσθηκε στο Αρχείο Βαφόπουλου, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Ευχαριστούμε την υπεύθυνη Βιβλιοθήκης για την άδειά της να φωτογραφίσουμε τις σελίδες που προαναφέρθηκαν].